κιλλίβαντας: Difference between revisions
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ (Α κιλλίθας, -αντος)<br />[[βάση]], [[στήριγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσκευή]] με τροχούς [[επάνω]] στην οποία στηρίζεται ο [[σωλήνας]] του πυροβόλου και [[κατά]] την [[βολή]] και [[κατά]] τη [[μεταφορά]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάση]] πολιορκητικής μηχανής, του καταπέλτη<br /><b>2.</b> (συν. στον πληθ. <i>οἱ κιλλίβαντες</i><br />α) [[στήριγμα]] με [[τρία]] σκέλη για την [[τοποθέτηση]] ασπίδων («τοὺς [[κιλλίβαντας]] [[οἶσε]], | |mltxt=ὁ (Α κιλλίθας, -αντος)<br />[[βάση]], [[στήριγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσκευή]] με τροχούς [[επάνω]] στην οποία στηρίζεται ο [[σωλήνας]] του πυροβόλου και [[κατά]] την [[βολή]] και [[κατά]] τη [[μεταφορά]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάση]] πολιορκητικής μηχανής, του καταπέλτη<br /><b>2.</b> (συν. στον πληθ. <i>οἱ κιλλίβαντες</i><br />α) [[στήριγμα]] με [[τρία]] σκέλη για την [[τοποθέτηση]] ασπίδων («τοὺς [[κιλλίβαντας]] [[οἶσε]], παῖ, τῆς ἀσπίδος», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) το [[καβαλέτο]] του ζωγράφου<br />γ) [[μέρος]] του σκελετού άρματος<br />δ) [[υποστήριγμα]] βήματος ή εξέδρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίλλος]] «όνος» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>βᾱς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]) αναλογικά [[προς]] τη λ. <i>οκρίδας</i>. Για τη σημασιολογική [[σχέση]] τών λέξεων [[κίλλος]] - [[κιλλίβας]] [[πρβλ]]. <i>όνος</i> - [[ονίσκος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 6 February 2024
Greek Monolingual
ὁ (Α κιλλίθας, -αντος)
βάση, στήριγμα
νεοελλ.
συσκευή με τροχούς επάνω στην οποία στηρίζεται ο σωλήνας του πυροβόλου και κατά την βολή και κατά τη μεταφορά του
αρχ.
1. βάση πολιορκητικής μηχανής, του καταπέλτη
2. (συν. στον πληθ. οἱ κιλλίβαντες
α) στήριγμα με τρία σκέλη για την τοποθέτηση ασπίδων («τοὺς κιλλίβαντας οἶσε, παῖ, τῆς ἀσπίδος», Αριστοφ.)
β) το καβαλέτο του ζωγράφου
γ) μέρος του σκελετού άρματος
δ) υποστήριγμα βήματος ή εξέδρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλος «όνος» + επίθημα -βᾱς (< βαίνω) αναλογικά προς τη λ. οκρίδας. Για τη σημασιολογική σχέση τών λέξεων κίλλος - κιλλίβας πρβλ. όνος - ονίσκος].