περίστροφος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περίστροφος]], -ον ΝΑ [[περιστρέφω]]<br />[[περιστροφικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> περιεστραμμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[περίστροφο]]<br />μικρό επαναληπτικό [[πυροβόλο]] όπλο χειρός, κατάλληλο για ατομική [[προστασία]], που τροφοδοτείται από κυλινδρική [[φυσιγγιοθήκη]], γνωστή ως βυκίο, τοποθετημένη [[μεταξύ]] της [[κάννης]] και του συστήματος επίκρουσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[περίστροφος]]<br />[[σχοινί]] συνεστραμμένο που χρησίμευε για τη [[συστολή]] και [[διαστολή]] του θηρευτικού διχτιού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ τῆς ὑποσφραγῑδος [[τόπος]]».
|mltxt=-η, -ο / [[περίστροφος]], -ον ΝΑ [[περιστρέφω]]<br />[[περιστροφικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> περιεστραμμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[περίστροφο]]<br />μικρό επαναληπτικό [[πυροβόλο]] όπλο χειρός, κατάλληλο για ατομική [[προστασία]], που τροφοδοτείται από κυλινδρική [[φυσιγγιοθήκη]], γνωστή ως βυκίο, τοποθετημένη [[μεταξύ]] της [[κάννης]] και του συστήματος επίκρουσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[περίστροφος]]<br />[[σχοινί]] συνεστραμμένο που χρησίμευε για τη [[συστολή]] και [[διαστολή]] του θηρευτικού διχτιού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ τῆς ὑποσφραγῖδος [[τόπος]]».
}}
}}

Revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίστροφος Medium diacritics: περίστροφος Low diacritics: περίστροφος Capitals: ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: perístrophos Transliteration B: peristrophos Transliteration C: peristrofos Beta Code: peri/strofos

English (LSJ)

περίστροφον,
A turning round: turning in a socket, κοτύλαι Aret.SD2.12.
II Subst., twisted rope, f.l. for περιδρόμους in X.Cyn.2.6.
III περίστροφος· ὁ τῆς ὑποσφραγῖδος τόπος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 595] 1) umgedreht, umzudrehen. – 2) ὁ π., ein Seil zum Stellen und Zusammenziehen, Xen. Cyn. 2, 7, sonst περίδρομος.

Russian (Dvoretsky)

περίστροφος:веревка для вдержки (стягивания сети) Xen.

Greek (Liddell-Scott)

περίστροφος: -ον, ὁ περιεστραμμένος· ἐπίρρ. -φως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 58. ΙΙ. ὡς οὐσ., σχοινίον συνεστραμμένον, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κυν. 2. 6.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίστροφος, -ον ΝΑ περιστρέφω
περιστροφικός
νεοελλ.
1. περιεστραμμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το περίστροφο
μικρό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο χειρός, κατάλληλο για ατομική προστασία, που τροφοδοτείται από κυλινδρική φυσιγγιοθήκη, γνωστή ως βυκίο, τοποθετημένη μεταξύ της κάννης και του συστήματος επίκρουσης
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.περίστροφος
σχοινί συνεστραμμένο που χρησίμευε για τη συστολή και διαστολή του θηρευτικού διχτιού
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῆς ὑποσφραγῖδος τόπος».