στιμμίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και στιμίζω, και μέσ. τ. [[στιβίζομαι]] Α [[στίμμι]] / <i>στῑβι</i>]<br />[[βάφω]] τα βλέφαρα ή τα φρύδια με [[στίμμι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ευπρεπές ή λογικοφανές, [[ευτρεπίζω]] [[κάτι]] προκειμένου να εξαπατήσω κάποιον («ῥυθμῷ τὸ ψεῡδος στιμμίζουσιν», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[χρησιμοποιώ]] [[κολλύριο]] για τα μάτια.
|mltxt=ΝΜΑ, και στιμίζω, και μέσ. τ. [[στιβίζομαι]] Α [[στίμμι]] / <i>στῖβι</i>]<br />[[βάφω]] τα βλέφαρα ή τα φρύδια με [[στίμμι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ευπρεπές ή λογικοφανές, [[ευτρεπίζω]] [[κάτι]] προκειμένου να εξαπατήσω κάποιον («ῥυθμῷ τὸ ψεῡδος στιμμίζουσιν», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[χρησιμοποιώ]] [[κολλύριο]] για τα μάτια.
}}
}}

Latest revision as of 14:49, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στιμμίζω Medium diacritics: στιμμίζω Low diacritics: στιμμίζω Capitals: ΣΤΙΜΜΙΖΩ
Transliteration A: stimmízō Transliteration B: stimmizō Transliteration C: stimmizo Beta Code: stimmi/zw

English (LSJ)

(also written στιμίζω),
A tinge the eyelids black with στίμμι, Ps.-Democr.Symp.Ant.p.5 G.:—Med., tinge one's eyelids with black, Gal.6.439; σ. τοὺς ὀφθαλμούς LXX 4 Ki.9.30, Ez.23.40.
2 later, apply any eyesalve, Aët.7.41 (Pass.); cf. στιβίζομαι.

German (Pape)

[Seite 944] die Augenbrauen oder Augenlider mit στίμμι schwarz färben; und eben so im med., sich die Augenbrauen schminken, Sp.

Russian (Dvoretsky)

στιμμίζω: подкрашивать черной сурьмой, сурьмить Democr.

Greek (Liddell-Scott)

στιμμίζω: βάπτω τὰ βλέφαρα, μελανίζω αὐτὰ μὲ στίμμι, Δημόκρ. παρὰ Φαβρικ. ἐν Ἑλλ. Βιβλ. 5. 337. -Μέσ., βάπτω τὰ βλέφαρά μου μαῦρα, Γαλην. 6. 439· στ. τοὺς ὀφθαλμοὺς Ἑβδ. (Δ΄Βασιλ. Θ΄, 30, Ἰεζεκ. ΚΓ΄, 40).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και στιμίζω, και μέσ. τ. στιβίζομαι Α στίμμι / στῖβι]
βάφω τα βλέφαρα ή τα φρύδια με στίμμι
μσν.
μτφ. καθιστώ κάτι ευπρεπές ή λογικοφανές, ευτρεπίζω κάτι προκειμένου να εξαπατήσω κάποιον («ῥυθμῷ τὸ ψεῡδος στιμμίζουσιν», Θεοφύλ. Σ.)
αρχ.
χρησιμοποιώ κολλύριο για τα μάτια.