μελανίζω
From LSJ
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
English (LSJ)
to be black or blackish, Hices. ap. Ath.7.320d, Dsc.1.105, Gp.9.17.1:—Pass., Heliod. ap. Orib.50.7.2.
German (Pape)
[Seite 119] schwärzlich sein, ins Schwarze fallen, Ath. VII, 312 e, von μέλας unterschieden.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνίζω: εἶμαι μελανωπὸς ἢ μελαψός, ὑπομέλας, κλίνω εἰς τὸ μέλαν, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 320D, πρβλ. 312D.
Greek Monolingual
(ΑM μελανίζω) μέλας, -ανος]
είμαι μελανωπός, κλίνω προς το μαύρο χρώμα
μσν.
σκοτεινιάζω, μαυρίζω.