ὑποτρώγω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[τρώγω]]<br /><b>1.</b> [[τρώω]] λίγο λίγο πίνοντας [[κρασί]] ή [[άλλο]] [[ποτό]] («πίνοντα γλυκὺν [[οἶνον]], ὑποτρώγοντ' ἐρέβινθον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρώω]] [[πριν]] από το κύριο [[γεύμα]] («[[κρόμμυον]] ὑποτρώγειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[φθείρω]] [[αποκάτω]], [[προκαλώ]] [[διάβρωση]] («τοῑχον ὑποτρώγων [[ἡσύχιος]] [[ποταμός]]», <b>Καλλ.</b>).
|mltxt=Α [[τρώγω]]<br /><b>1.</b> [[τρώω]] λίγο λίγο πίνοντας [[κρασί]] ή [[άλλο]] [[ποτό]] («πίνοντα γλυκὺν [[οἶνον]], ὑποτρώγοντ' ἐρέβινθον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρώω]] [[πριν]] από το κύριο [[γεύμα]] («[[κρόμμυον]] ὑποτρώγειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[φθείρω]] [[αποκάτω]], [[προκαλώ]] [[διάβρωση]] («τοῖχον ὑποτρώγων [[ἡσύχιος]] [[ποταμός]]», <b>Καλλ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:55, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτρώγω Medium diacritics: ὑποτρώγω Low diacritics: υποτρώγω Capitals: ΥΠΟΤΡΩΓΩ
Transliteration A: hypotrṓgō Transliteration B: hypotrōgō Transliteration C: ypotrogo Beta Code: u(potrw/gw

English (LSJ)

A eat with other things, Xenoph.22.3.
II eat by way of preparation, X.Smp.4.9.
III metaph., eat away from below, τοῖχον ὑ. ποταμός Call.Epigr.45.4.

French (Bailly abrégé)

1 manger en outre;
2 manger pour s'ouvrir l'appétit;
3 fig. ronger en dessous en parl. d'un fleuve.
Étymologie: ὑπό, τρώγω.

German (Pape)

(τρώγω), darunter od. dazu essen, Xenophan. bei Ath. II.54e; heimlich oder vorher essen, Xen. Symp. 4.9; – auch ποταμὸς τοῖχον ὑποτρώγει, von unten, allmälig benagen, unterspülen, Callim. 6 (XII.139).

Russian (Dvoretsky)

ὑποτρώγω:
1 закусывать вначале, предварительно съедать (κρόμμυον Xen.);
2 (о реке), подмывать, подрывать, (τοῖχον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτρώγω: μέλλ. -ξομαι, τρώγω τι ὡς τράγημα ἐν ᾧ πίνω, πίνοντα γλυκὺν οἶνον, ὑποτρώγοντ’ ἐρέβινθον Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 54Ε. ΙΙ. τρώγω προκαταρκτικῶς, προπαρασκευαστικῶς, Ξεν. Συμπ. 4. 9. ΙΙΙ. μεταφορ., τρώγω, φθείρω κάτωθεν, ὡς ὁ ποταμὸς τὰς ὄχθας του, Καλλ. Ἐπιγρ. 45. 4.

Greek Monolingual

Α τρώγω
1. τρώω λίγο λίγο πίνοντας κρασί ή άλλο ποτό («πίνοντα γλυκὺν οἶνον, ὑποτρώγοντ' ἐρέβινθον», Ξεν.)
2. τρώω πριν από το κύριο γεύμακρόμμυον ὑποτρώγειν», Ξεν.)
3. φθείρω αποκάτω, προκαλώ διάβρωση («τοῖχον ὑποτρώγων ἡσύχιος ποταμός», Καλλ.).

Greek Monotonic

ὑποτρώγω: μέλ. -ξομαι, αόρ. βʹ ὑπ-έτρᾰγον· τρώω προκαταρκτικά (σαν ορεκτικό), σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ξομαι aor2 ὑπ-έτρᾰγον
to eat by way of preparation, Xen.