κελαινόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κελαινόφρων:''' 2, gen. ονος питающий черные замыслы, преступный ([[μήτηρ]], т. е. [[Κλυταιμνήστρα]] Aesch.).
|elrutext='''κελαινόφρων:''' 2, gen. ονος [[питающий черные замыслы]], [[преступный]] ([[μήτηρ]], т. е. [[Κλυταιμνήστρα]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κελαινόφρων''': -ον, ὁ κακά, δόλια φρονῶν, «κακόκαρδος», κακόψυχος, ὁ μαύρην ψυχὴν ἔχων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 459.
|lstext='''κελαινόφρων''': -ον, ὁ κακά, δόλια φρονῶν, «[[κακόκαρδος]]», [[κακόψυχος]], ὁ μαύρην ψυχὴν ἔχων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 459.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 14:26, 11 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινόφρων Medium diacritics: κελαινόφρων Low diacritics: κελαινόφρων Capitals: ΚΕΛΑΙΝΟΦΡΩΝ
Transliteration A: kelainóphrōn Transliteration B: kelainophrōn Transliteration C: kelainofron Beta Code: kelaino/frwn

English (LSJ)

κελαινόφρον, gen. ονος, black-hearted, μήτηρ A.Eu. 459.

German (Pape)

[Seite 1414] ονος, von schwarzer, tückischer Gesinnung, Aesch. Eum. 437.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l'esprit sombre, à l'âme noire, impénétrable.
Étymologie: κελαινός, φρήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελαινόφρων -ον [κελαινός, φρήν] boosaardig.

Russian (Dvoretsky)

κελαινόφρων: 2, gen. ονος питающий черные замыслы, преступный (μήτηρ, т. е. Κλυταιμνήστρα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

κελαινόφρων: -ον, ὁ κακά, δόλια φρονῶν, «κακόκαρδος», κακόψυχος, ὁ μαύρην ψυχὴν ἔχων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 459.

Greek Monolingual

κελαινόφρων, -ον (Α)
αυτός που σκέπτεται μαύρα, δόλια, κακά, που έχει μαύρη ψυχή, κακόκαρδος, κακόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -φρων (< φρήν), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φρεν- (πρβλ. βαρύ-φρων, καρτερό-φρων)].

Greek Monotonic

κελαινόφρων: -ον (φρήν), κακόκαρδος, κακόψυχος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φρήν
black-hearted, Aesch.