δυσωδία: Difference between revisions
Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. [[δυσωδίη]] Hp.<i>Morb</i>.4.47<br /><b class="num">1</b> [[mal olor]], [[fetidez]] δ. ... περὶ τὸ πνεῦμα Hp.l.c., δυσωδίαι τῶν πτυσμάτων Hp.<i>Coac</i>.400, op. [[εὐωδία]] Arist.<i>EE</i> 1230<sup>b</sup>29, τοῦ στόματος Arist.<i>Pol</i>.1311<sup>b</sup>34, cf. Plu.2.90b, Luc.<i>Herm</i>.34, Hierocl.<i>Facet</i>.240, τῶν σμηνῶν Arist.<i>HA</i> 626<sup>b</sup>20, θέρμῃ καὶ δυσωδίᾳ πληγέντας Posidon.227, τῶν ἀθάπτων D.S.14.71, cf. 19.49, βυρσέως Aesop.220, δυσωδίας πάντα διὰ πάντων ἀναπεπλῆσθαι en una de las plagas de Egipto, Ph.2.96, cf. 175, ὁ ἰχὼρ καὶ ἡ δ. ... κατέρρεε <i>Apoc.Petr</i>.26, δυσωδίας τινὸς τῷ τραύματι ἐγγινομένης Luc.<i>VH</i> 1.16, cf. <i>Luct</i>.11, δυσωδίας [[αἴτιος]] Vett.Val.10.19, 105.8, ἡ τραγικὴ δ. olor a chotuno</i> Longus 4.17.2, ἡ ἀπὸ τῶν ἱδρώτων δ. Ath.402d, τῆς ἀηδοῦς κεδρίας <i>IMEG</i> 97.2 (II d.C.), como signo de posesión demoníaca, Ath.Al.<i>V.Anton</i>.63.3, χαλκεὺς ... καπνοῦ καὶ δυσωδίας ὄζων Aen.Gaz.<i>Ep</i>.21, del azufre, Iul.Ascal.13.1.<br /><b class="num">2</b> fig. [[inmundicia]], [[fetidez]] μὴ ἡ τῆς κεφαλῆς σοῦ εὐοδία δυσωδίαν σου τῷ βίῳ παράσχῃ Diog.325, ἀπορρῖψαι τὴν δυσωδίαν τοῦ διαβόλου <i>Phys</i>.A 101.2, τῆς κακίας δ. Ath.Al.M.26.25C, δ. τῆς εἰς τὰ εἴδωλα θυσίας Ath.Al.<i>Syn</i>.20.2, δ. τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων Cyr.Al.M.69.960A, ref. al pecado Χριστὸς ... ὡς λύσῃ δυσωδίας Gr.Naz.M.37.656A. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:09, 22 February 2024
English (LSJ)
ἡ, foul smell, Arist.Pol.1311b34, HA626b20, Ph.2.96, Plu.2.90b, Phld. Herc.19.27, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. δυσωδίη Hp.Morb.4.47
1 mal olor, fetidez δ. ... περὶ τὸ πνεῦμα Hp.l.c., δυσωδίαι τῶν πτυσμάτων Hp.Coac.400, op. εὐωδία Arist.EE 1230b29, τοῦ στόματος Arist.Pol.1311b34, cf. Plu.2.90b, Luc.Herm.34, Hierocl.Facet.240, τῶν σμηνῶν Arist.HA 626b20, θέρμῃ καὶ δυσωδίᾳ πληγέντας Posidon.227, τῶν ἀθάπτων D.S.14.71, cf. 19.49, βυρσέως Aesop.220, δυσωδίας πάντα διὰ πάντων ἀναπεπλῆσθαι en una de las plagas de Egipto, Ph.2.96, cf. 175, ὁ ἰχὼρ καὶ ἡ δ. ... κατέρρεε Apoc.Petr.26, δυσωδίας τινὸς τῷ τραύματι ἐγγινομένης Luc.VH 1.16, cf. Luct.11, δυσωδίας αἴτιος Vett.Val.10.19, 105.8, ἡ τραγικὴ δ. olor a chotuno Longus 4.17.2, ἡ ἀπὸ τῶν ἱδρώτων δ. Ath.402d, τῆς ἀηδοῦς κεδρίας IMEG 97.2 (II d.C.), como signo de posesión demoníaca, Ath.Al.V.Anton.63.3, χαλκεὺς ... καπνοῦ καὶ δυσωδίας ὄζων Aen.Gaz.Ep.21, del azufre, Iul.Ascal.13.1.
2 fig. inmundicia, fetidez μὴ ἡ τῆς κεφαλῆς σοῦ εὐοδία δυσωδίαν σου τῷ βίῳ παράσχῃ Diog.325, ἀπορρῖψαι τὴν δυσωδίαν τοῦ διαβόλου Phys.A 101.2, τῆς κακίας δ. Ath.Al.M.26.25C, δ. τῆς εἰς τὰ εἴδωλα θυσίας Ath.Al.Syn.20.2, δ. τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων Cyr.Al.M.69.960A, ref. al pecado Χριστὸς ... ὡς λύσῃ δυσωδίας Gr.Naz.M.37.656A.
German (Pape)
[Seite 691] ἡ, übler Geruch, Arist. H. A. 9, 40 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
odeur fétide.
Étymologie: δυσώδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δυσωδία -ας, ἡ [δυσώδης] vieze geur.
Russian (Dvoretsky)
δυσωδία: ἡ неприятный запах, зловоние (τοῦ στόματος Arst., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσωδία: ἡ, κακὴ ὀσμή, βρῶμα, Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 20, Ἱ. Ζ. 9. 40, 45.
Greek Monolingual
η (AM δυσωδία)
1. άσχημη μυρωδιά, κακοσμία
2. ανηθικότητα
νεοελλ.
φρ. «βρόμα και δυσωδία» α) αποκρουστική ακαθαρσία και κακοσμία
β) αηδιαστική ανηθικότητα.