κτηνοβάτης: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
m (Text replacement - "Thier" to "Tier") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)βάτης" to "Full diacritics=$1βᾰ́της") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=κτηνοβᾰ́της | ||
|Medium diacritics=κτηνοβάτης | |Medium diacritics=κτηνοβάτης | ||
|Low diacritics=κτηνοβάτης | |Low diacritics=κτηνοβάτης |
Latest revision as of 21:46, 24 February 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, (βαίνω A.11.1) one guilty of bestiality, one who commits bestiality, zoophile, bestialist, zoosexual Sch.Ar. Ra.432, 965.
German (Pape)
[Seite 1519] mit Tieren Unzucht treibend, Schol. Ar. Ran. 432.
Greek (Liddell-Scott)
κτηνοβάτης: ᾰ, ου, ὁ, (βαίνω ΙΙ. 1), ὁ ἐκτελῶν παρὰ φύσιν μῖξιν μετὰ κτήνους, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 432, 965· ― ἐντεῦθεν κτηνοβατέω, Achmes Ὀνειρ. 132· κτηνοβασία, ἡ, συνουσία μετὰ κτήνους, Ἐκκλ
Greek Monolingual
ο (Μ κτηνοβάτης)
άνθρωπος που συνουσιάζεται με ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. στυλοβάτης, σχοινοβάτης.