ἀφεσμός: Difference between revisions
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[beeswarm]]=== | |trtx====[[beeswarm]]=== | ||
Afrikaans: byeswerm; Dutch: [[imme]], [[bijenzwerm]], [[bijendrom]]; Greek: [[σμήνος μελισσών]; Ancient Greek: [[ἄφεσις]], [[ἀφεσμός]], [[ἔθνος μελισσάων]], [[ἑσμός]], [[σμᾶνος]], [[σμῆνος]], [[φῦλα μελισσέων]]; German: [[Bienenschwarm]], [[Imme]]; Spanish: [[enjambre]] | Afrikaans: byeswerm; Dutch: [[imme]], [[bijenzwerm]], [[bijendrom]]; Greek: [[σμήνος μελισσών]]; Ancient Greek: [[ἄφεσις]], [[ἀφεσμός]], [[ἔθνος μελισσάων]], [[ἑσμός]], [[σμᾶνος]], [[σμῆνος]], [[φῦλα μελισσέων]]; German: [[Bienenschwarm]], [[Imme]]; Spanish: [[enjambre]] | ||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 1 March 2024
English (LSJ)
ὁ, swarm of bees, Arist.HA629a9.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ enjambre ἀ. ..., ὥσπερ τῶν μελιττῶν, οὐ γίνεται ... ἀλλ' ἀεὶ ... αὐτοῦ μένουσι Arist.HA 629a9, ἐὰν ἀποπλανηθῇ ὁ ἀ. Arist.HA 624a28.
German (Pape)
[Seite 409] ὁ, Bjenenschwarm, Arist. H. A. 9, 40.
Russian (Dvoretsky)
ἀφεσμός: ὁ молодой (пчелиный) рой Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφεσμός: ὁ, νεαρὸν σμῆνος μελισσῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 42, 3.
Greek Monolingual
ἀφεσμός, ο (Α)
το νέο σμήνος μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + εσμός «σμήνος μελισσών», με επίδραση της λ. άφεσις].
Translations
beeswarm
Afrikaans: byeswerm; Dutch: imme, bijenzwerm, bijendrom; Greek: σμήνος μελισσών; Ancient Greek: ἄφεσις, ἀφεσμός, ἔθνος μελισσάων, ἑσμός, σμᾶνος, σμῆνος, φῦλα μελισσέων; German: Bienenschwarm, Imme; Spanish: enjambre