ληστής: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λῃστής]], Α τ. [[ληϊστής]], δωρ. τ. λᾳστής)<br /><b>1.</b> αυτός που αρπάζει [[ξένη]] [[περιουσία]] με τη βία, αυτός που διαπράττει [[ληστεία]] («πανοῦργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει στα βουνά και κλέβει βίαια ή με [[απειλή]] όσους συναντά, [[καθώς]] και αυτός που κάνει απαγωγές ανθρώπων για να τους εξαναγκάσει να πληρώσουν [[λύτρα]] («λῃσταῖς περιέπεσεν οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[άρπαγας]], [[κλέφτης]] («λῃστὴς Κύπριδος», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αισχροκερδής]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] οδοντόγναθων ζυγόπτερων εντόμων της οικογένειας lestidae<br /><b>μσν.</b><br />[[ατίθασος]], [[ζωηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πειρατής]], αυτός που διενεργεί πειρατικές επιδρομές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ληϊδ</i>-<i>της</i> <span style="color: red;"><</span> [[ληΐς]],-[[ίδος]] ([[άλλος]] τ. του [[λεία]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>της</i>].
|mltxt=ο (AM [[λῃστής]], Α τ. [[ληϊστής]], δωρ. τ. λᾳστής)<br /><b>1.</b> αυτός που αρπάζει [[ξένη]] [[περιουσία]] με τη βία, αυτός που διαπράττει [[ληστεία]] («πανοῦργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει στα βουνά και κλέβει βίαια ή με [[απειλή]] όσους συναντά, [[καθώς]] και αυτός που κάνει απαγωγές ανθρώπων για να τους εξαναγκάσει να πληρώσουν [[λύτρα]] («λῃσταῖς περιέπεσεν οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[άρπαγας]], [[κλέφτης]] («λῃστὴς Κύπριδος», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αισχροκερδής]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] οδοντόγναθων ζυγόπτερων εντόμων της οικογένειας lestidae<br /><b>μσν.</b><br />[[ατίθασος]], [[ζωηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πειρατής]], αυτός που διενεργεί πειρατικές επιδρομές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ληϊδ</i>-<i>της</i> <span style="color: red;"><</span> [[ληΐς]],-ίδος ([[άλλος]] τ. του [[λεία]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>της</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Greek Monolingual

ο (AM λῃστής, Α τ. ληϊστής, δωρ. τ. λᾳστής)
1. αυτός που αρπάζει ξένη περιουσία με τη βία, αυτός που διαπράττει ληστεία («πανοῦργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα», Ευρ.)
2. αυτός που ζει στα βουνά και κλέβει βίαια ή με απειλή όσους συναντά, καθώς και αυτός που κάνει απαγωγές ανθρώπων για να τους εξαναγκάσει να πληρώσουν λύτρα («λῃσταῖς περιέπεσεν οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον», ΚΔ)
3. άρπαγας, κλέφτης («λῃστὴς Κύπριδος», Λυκόφρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. αισχροκερδής
2. ζωολ. γένος οδοντόγναθων ζυγόπτερων εντόμων της οικογένειας lestidae
μσν.
ατίθασος, ζωηρός
αρχ.
πειρατής, αυτός που διενεργεί πειρατικές επιδρομές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληϊδ-της < ληΐς,-ίδος (άλλος τ. του λεία) + επίθημα -της].