προκνημίς: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προκνημίς:''' - | |lsmtext='''προκνημίς:''' -ίδος, ἡ, [[κάλυμμα]] για την [[κνήμη]] του ποδιού, σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=προ-[[κνημίς]], ῖδος,<br />a [[covering]] for the leg, Polyb. | |mdlsjtxt=προ-[[κνημίς]], ῖδος,<br />a [[covering]] for the leg, Polyb. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:14, 1 March 2024
English (LSJ)
ῖδος, ἡ, covering for the leg, Plb.6.23.8, Ascl.Tact.1.2, Ael.Tact.2.8, Polyaen.6.4.3.
German (Pape)
[Seite 730] ῖδος, ἡ, Bedeckung des Unterschenkels; Pol. 6, 23, 8; Polyaen. 6, 4, 2.
French (Bailly abrégé)
ῖδος (ἡ) :
armure pour le devant de la jambe.
Étymologie: πρό, κνήμη.
Russian (Dvoretsky)
προκνημίς: ῖδος ἡ прокнемида, наголенник Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
προκνημίς: ῖδος, ἡ, κάλυμμα τῆς κνήμης, Πολύβ. 6. 23, 8, Πολύαιν. 6. 4, 2.
Greek Monolingual
-ῖδος, ἡ, Α
κάλυμμα της κνήμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κνημίς (< κνήμη), πρβλ. περικνημίς.
Greek Monotonic
προκνημίς: -ίδος, ἡ, κάλυμμα για την κνήμη του ποδιού, σε Πολύβ.