ποθολκίς: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=- | |mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) προσολκίς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποτ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποτί]] «[[προς]]» με [[αποκοπή]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ολκίς</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[ολκός]] <span style="color: red;"><</span> [[ὁλκή]], [[πρβλ]]. [[εφολκίς]]), με [[τροπή]] του -<i>τ</i>- στο αντίστοιχο δασύ -<i>θ</i>- [[πριν]] από δασυνόμενη λ.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, Dor. for προσολκίς, leading-rein, Hsch.
German (Pape)
[Seite 645] ἡ, dor. = προσολκίς, ίδος, Zügel, Halfter, womit man Pferde u. a. Zugthiere zieht und lenkt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ποθολκίς: -ίδος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ προσολκίς, «ἡ ἡνία τῶν ὑποζυγίων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(δωρ. τ.) προσολκίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί «προς» με αποκοπή) + -ολκίς (< -ολκός < ὁλκή, πρβλ. εφολκίς), με τροπή του -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].