λεπαστή: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεπαστή]] ή λεπάστη και [[λεπαστίς]], - | |mltxt=[[λεπαστή]] ή λεπάστη και [[λεπαστίς]], -ίδος, ἡ (Α) [[λεπάς]]<br />[[είδος]] ποτηριού που είχε [[σχήμα]] πεταλίδας. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:15, 1 March 2024
English (LSJ)
(so Hdn.Gr.1.345) or λεπάστη, ἡ, (λεπάς) limpet-shaped drinking-cup, Ar.Pax916, Pherecr.95, Cratin.423 (pl.):—also λεπαστίς, ίδος, ἡ, AJA31.349 (vase), Hsch.
German (Pape)
[Seite 29] ἡ, ein napfschneckenförmiges (λεπάς) Trinkgefäß, od. nach Ath. XI, 485 von λάψαι be-, nannt, Ar. Pax 916; andere Beispiele bringt Ath. a. a. O. bei; auch λεπάστη accentuirt.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
vase en forme de coquillage.
Étymologie: λέπας.
Greek Monolingual
λεπαστή ή λεπάστη και λεπαστίς, -ίδος, ἡ (Α) λεπάς
είδος ποτηριού που είχε σχήμα πεταλίδας.
Greek Monotonic
λεπαστή: ἡ, είδος ποτηριού που έχει σχήμα πεταλίδας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λεπαστή: ἡ чаша в виде раковины Arph.
Frisk Etymological English
(-άστη)
See also: s. λέπας (but perhaps this is wrong). Cf. παλαστή.