φιλοκνήμις: Difference between revisions
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ιδος, ὁ, ἡ Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που του αρέσει να φορεί κνημίδες και, γενικά, να οπλοφορεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνημίς]], - | |mltxt=-ιδος, ὁ, ἡ Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που του αρέσει να φορεί κνημίδες και, γενικά, να οπλοφορεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνημίς]], -ίδος ([[πρβλ]]. [[χαλκοκνήμις]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:19, 1 March 2024
English (LSJ)
ῑδος, ὁ, ἡ, fond of wearing greaves, fond of arms, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1281] gern, gewöhnlich Beinschienen tragend, übh. = φίλοπλος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκνήμῑς: ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ φέρῃ κνημῖδας, φίλοπλος, φιλοπόλεμος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ιδος, ὁ, ἡ Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που του αρέσει να φορεί κνημίδες και, γενικά, να οπλοφορεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κνημίς, -ίδος (πρβλ. χαλκοκνήμις)].