ἀφιλόξενος: Difference between revisions
τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀφιλόξενος]], -ον)<br />αυτός που δεν αγαπά τους ξένους ή που δεν τους περιποιείται<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[τόπο]])<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που κατοικείται από αφιλόξενους ανθρώπους<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αρέσει στους ξένους. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀφιλόξενος]], -ον)<br />αυτός που δεν αγαπά τους ξένους ή που δεν τους περιποιείται<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[τόπο]])<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που κατοικείται από αφιλόξενους ανθρώπους<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αρέσει στους ξένους. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[inhospitable]]=== | |||
Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: [[onherbergzaam]]; French: [[inhospitalier]]; Galician: inhóspito; Greek: [[αφιλόξενος]]; Ancient Greek: [[ἀλίμενος]], [[ἄμεικτος]], [[ἄμικτος]], [[ἀμιχθαλόεις]], [[ἄξεινος]], [[ἄξενος]], [[ἀπόξενος]], [[ἀφιλόξενος]], [[δύσαυλος]], [[δύσξενος]], [[δύσχορτος]], [[ἐχθρόξενος]], [[κακόξεινος]], [[κακόξενος]], [[μισόξενος]], [[φυγόξενος]]; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: [[inhospitalis]]; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Polish: niegościnny; Portuguese: [[inóspito]]; Russian: [[негостеприимный]]; Spanish: [[inhóspito]]; Swedish: ogästvänlig | |||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 3 March 2024
English (LSJ)
ἀφιλόξενον, inhospitable, Eust. 1733.20.
Spanish (DGE)
-ον inhospitalario, ἀγνώμων καὶ ἀ. Eust.1733.20.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀφιλόξενος, -ον)
αυτός που δεν αγαπά τους ξένους ή που δεν τους περιποιείται
νεοελλ.
(για τόπο)
1. εκείνος που κατοικείται από αφιλόξενους ανθρώπους
2. αυτός που δεν αρέσει στους ξένους.
Translations
inhospitable
Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: onherbergzaam; French: inhospitalier; Galician: inhóspito; Greek: αφιλόξενος; Ancient Greek: ἀλίμενος, ἄμεικτος, ἄμικτος, ἀμιχθαλόεις, ἄξεινος, ἄξενος, ἀπόξενος, ἀφιλόξενος, δύσαυλος, δύσξενος, δύσχορτος, ἐχθρόξενος, κακόξεινος, κακόξενος, μισόξενος, φυγόξενος; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: inhospitalis; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Polish: niegościnny; Portuguese: inóspito; Russian: негостеприимный; Spanish: inhóspito; Swedish: ogästvänlig