τοξήρης: Difference between revisions
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
m (Text replacement - "Eur" to "Eur") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=toksiris | |Transliteration C=toksiris | ||
|Beta Code=toch/rhs | |Beta Code=toch/rhs | ||
|Definition=τοξήρες, ([[ἀραρίσκω]])<br><span class="bld">A</span> [[furnished with the bow]], χείρ E.''Alc.''35 (anap.), cf. ''Rh.''226 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> = [[τοξικός]], τ. σαγή Id.''HF''188; | |Definition=τοξήρες, ([[ἀραρίσκω]])<br><span class="bld">A</span> [[furnished with the bow]], [[χείρ]] E.''Alc.''35 (anap.), cf. ''Rh.''226 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> = [[τοξικός]], τ. [[σαγή]] Id.''HF''188; τ. [[ψαλμός]] the [[twang]] [[of the bowstring]], ib.1063 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1128.png Seite 1128]] ες, mit Bogen (und Pfeil) versehen; der Bogenschütze, Eur. Rhes. 226; [[χείρ]], Alc. 36; [[σάγη]], Herc. f. 188. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1128.png Seite 1128]] ες, mit Bogen (und Pfeil) versehen; der [[Bogenschütze]], Eur. Rhes. 226; [[χείρ]], Alc. 36; [[σάγη]], Herc. f. 188. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 07:37, 18 March 2024
English (LSJ)
τοξήρες, (ἀραρίσκω)
A furnished with the bow, χείρ E.Alc.35 (anap.), cf. Rh.226 (lyr.).
2 = τοξικός, τ. σαγή Id.HF188; τ. ψαλμός the twang of the bowstring, ib.1063 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1128] ες, mit Bogen (und Pfeil) versehen; der Bogenschütze, Eur. Rhes. 226; χείρ, Alc. 36; σάγη, Herc. f. 188.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
armé d'un arc.
Étymologie: τόξον.
Russian (Dvoretsky)
τοξήρης:
1 вооруженный луком (χείρ Eur.);
2 состоящий из лука и стрел (σάγη Eur.);
3 издаваемый луком, т. е. дрожащей тетивой: τοξήρει ψαλμῷ τοξεύσας Eur. застрелив из лука.
Greek (Liddell-Scott)
τοξήρης: -ες, (√ΑΡ, ἀραρίσκω) ὡπλισμένος διὰ τόξου, χείρ Εὐρ. Ἄλκ. 35, πρβλ. Ρῆσ. 226. 2) = τοξικός, τ. σάγη ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. Μαιν. 1. 88· τ. ψαλμός, ὁ ἦχος ὁ ἀποτελούμενος ἐκ νευρᾶς τοῦ τόξου, αὐτόθι 1063.
Greek Monolingual
-ῆρες, Α
1. οπλισμένος με τόξο («τοξήρης χείρ», Ευρ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τόξο, τοξικός («τοξήρη σάγην», Ηρόδ.)
3. αυτός που προέρχεται από τόξο («τοξήρης ψαλμός» — ήχος που παράγεται από χορδή τόξου, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -ήρης (Ι), πρβλ. ποδήρης.
Greek Monotonic
τοξήρης: -ες (ἀραρίσκω)·
1. οπλισμένος με τόξο, σε Ευρ.
2. = τοξικός, στον ίδ.· τοξήρης ψαλμός, ήχος που παράγεται από τη χορδή τόξου, στον ίδ.
Middle Liddell
τοξ-ήρης, ες ἀραρίσκω
1. furnished with the bow, Eur.
2. = τοξικός, Eur.; τ. ψαλμός the twang of the bowstring, Eur.