διαδηλόω: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[διαδηλῶ]] :<br /><i>impf.</i> διεδήλουν;<br />[[rendre tout à fait évident]].<br />'''Étymologie:''' [[διάδηλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Latest revision as of 21:45, 19 March 2024
English (LSJ)
make manifest, indicate clearly, PRev. Laws 16.17 (iii B. C.), J.BJ6.9.3, Plu.Caes.6, D.L.4.46, S.E.M.7.87, D.C.40.17.
Spanish (DGE)
I tr.
1 mostrar, evidenciar, poner de manifiesto c. interr. indir. (ἡ νοῦσος) ἐν ταύτῃσι ἡμέρῃσι διαδηλοῖ εἰ θανάσιμος ἢ οὔ Hp.Int.39
•c. ac. de abstr. τὴν ἀκμὴν τῆς πόλεως διαδηλῶσαι Νέρωνι I.BI 6.422, cf. D.L.4.46, ὥσπερ οὐδὲ ἐκεῖνα (τὰ ὑποκείμενα) τὴν ἀλλήλων διαδηλοῖ φύσιν S.E.M.7.87, cf. D.C.40.17.2, 43.35.3, ἡδεῖαν διαδηλοῖ φύσιν Aristid.Quint.116.23, cf. 19
•representar gráficamente διεδήλου δὲ γράμμασι τὰ Κιμβρικὰ κατορθώματα Plu.Caes.6.
2 ref. al lenguaje, oral o escrito manifestar, dar a conocer διαδηλοῦντες ὅσον ἦν τὸ π[εριὸν ἐκ] τοῦ ἐπάνω χρόνου PRev.Laws 16.17 (III a.C.), cf. PVindob.Boswinkel 1.15 (I d.C.), πάντα ἀλλήλοις διεδήλουν D.C.46.36.5, τὰ ... πλείω ἐς σανίδας γράφων διηδέλου D.C.60.13.5.
II intr. manifestarse διαδηλοῖ δὲ ταῦτα ἐν τῇσιν ἑπτὰ ἡμέρῃσιν Hp.Morb.1.26, cf. 3.15.
German (Pape)
[Seite 576] ganz deutlich machen, offenbaren, Plut. Caes. 7; D. L. 4, 46; Ios.
French (Bailly abrégé)
διαδηλῶ :
impf. διεδήλουν;
rendre tout à fait évident.
Étymologie: διάδηλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαδηλόω [διάδηλος] duidelijk maken.
Russian (Dvoretsky)
διαδηλόω: пояснять, обозначать (γράμμασί τι Plut. и τινα Diog. L.).
Greek Monotonic
διαδηλόω: μέλ. -ώσω, φανερώνω, κάνω κάτι εμφανές, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
διαδηλόω: ποιῶ κατάδηλον, φανερώνω ἐντελῶς, Πλούτ. Καίσ. 6, Διογ. Λ. 4. 46, Ἰώσηπ. Ι. Π. 6. 9, 3.
Middle Liddell
fut. ώσω
to make manifest, Plut.