θύρετρον: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θύρετρον:''' (ῠ) τό (преимущ. pl.) дверь Hom., Pind., Xen. etc.
|elrutext='''θύρετρον:''' (ῠ) τό (преимущ. pl.) [[дверь]] om., Pind., Xen. etc.
}}
}}

Revision as of 21:20, 21 March 2024

German (Pape)

[Seite 1227] τό, Thür, Hom., Pind. I. 6, 6, Eur. Or. 1474 u. öfter, im plur.; seltener in Prosa, Xen. An. 5, 2, 13; der sing. Agath. 8 (V, 294) Luc. Philops.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
d'ord. au pl. τὰ θύρετρα;
châssis d'une porte ; porte.
Étymologie: θύρα.

Greek Monolingual

θύρετρον, τὸ (Α)
συν. στον πληθ. τά θύρετρα
1. η θύρα
2. το πλαίσιο της θύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κατάλ. -τρον (η οποία συνήθως σχηματίζει μεταρρηματικά παρ.) ίσως κατ' επίδρασιν του ημέλεθρον].

Russian (Dvoretsky)

θύρετρον: (ῠ) τό (преимущ. pl.) дверь om., Pind., Xen. etc.