Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τραυλισμός: Difference between revisions

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
m (elru replacement)
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τραυλισμός:''' ὁ шепелявость, (вообще) [[неправильное произношение звуков]] lut.
|elrutext='''τραυλισμός:''' ὁ шепелявость, (вообще) неправильное произношение звуков Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 22:12, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραυλισμός Medium diacritics: τραυλισμός Low diacritics: τραυλισμός Capitals: ΤΡΑΥΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: traulismós Transliteration B: traulismos Transliteration C: travlismos Beta Code: traulismo/s

English (LSJ)

ὁ, lisping, Plu.2.53c; f.l. for τρυλισμός (q.v.) in Erot.

German (Pape)

[Seite 1135] ὁ, das Lispeln, Schnarren, der Fehler in der Aussprache, wenn man einen Buchstaben, bes. L u. R, nicht deutlich aussprechen kann, Plut. discr. ad. et am. 12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bégaiement.
Étymologie: τραυλίζω.

Russian (Dvoretsky)

τραυλισμός: ὁ шепелявость, (вообще) неправильное произношение звуков Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τραυλισμός: ὁ, τὸ τραυλίζειν, «ὠνοματοπεποίηται ἡ λέξις ἀπό τινος ποιοῦ ψόφου» Ἐρωτιαν. σ. 366, Πλούτ. 2. 53D.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τραυλίζω
διακοπή της χρονικής ροής του λόγου από ασυντόνιστες κινήσεις του μυϊκού συστήματος της αναπνοής, της παραγωγής της φωνής και της άρθρωσης του λόγου, διαταραχή που οφείλεται σε ψυχογενή αίτια.