μελέτωρ: Difference between revisions

From LSJ

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meletor
|Transliteration C=meletor
|Beta Code=mele/twr
|Beta Code=mele/twr
|Definition=-ορος, ὁ, ([[μέλω]]) [[caretaker]], [[one who cares for]], an [[avenger]], ἀμφί τινα S. ''El.''846 (lyr.).
|Definition=-ορος, ὁ, ([[μέλω]]) [[caretaker]], [[one who cares for]], an [[avenger]], ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει S. ''El.''846 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:40, 25 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελέτωρ Medium diacritics: μελέτωρ Low diacritics: μελέτωρ Capitals: ΜΕΛΕΤΩΡ
Transliteration A: melétōr Transliteration B: meletōr Transliteration C: meletor Beta Code: mele/twr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, (μέλω) caretaker, one who cares for, an avenger, ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει S. El.846 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 122] ορος, ὁ, der Sorgende, Fürsorger, ἐφάνη μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει, Soph. El. 835, von dem Rächer; Suid. erkl. ὁ τιμωρούμενος πατρί

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui prend soin de, qui se charge de.
Étymologie: μέλει.

Russian (Dvoretsky)

μελέτωρ: ορος ὁ покровитель, заступник, мститель (ἀμφί τινα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

μελέτωρ: -ορος, ὁ, (μέλω) ὁ φροντίζων περί τινος, τιμωρός, ἐκδικητής, ἐφάνη γὰρ μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει Σοφ. Ἠλ. 846.

Greek Monolingual

μελέτωρ, -ορος, ὁ (Α)
1. αυτός που προνοεί ή φροντίζει για κάποιον ή για κάτι
2. εκδικητής, τιμωρός («ἐφάνη γὰρ μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω «προνοώ, φροντίζω» + επίθημα -τωρ (πρβλ. διδάκτωρ)].

Greek Monotonic

μελέτωρ: -ορος, ὁ (μέλω), αυτός που φροντίζει για κάτι, τιμωρός, ἀμφί τινα, σε Σοφ.

Middle Liddell

μελέτωρ, ορος, ὁ, μέλω
one who cares for, an avenger, ἀμφί τινα Soph.