πεζογράφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος")
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πεζογράφος
|Full diacritics=πεζογρᾰ́φος
|Medium diacritics=πεζογράφος
|Medium diacritics=πεζογράφος
|Low diacritics=πεζογράφος
|Low diacritics=πεζογράφος

Revision as of 12:05, 29 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζογρᾰ́φος Medium diacritics: πεζογράφος Low diacritics: πεζογράφος Capitals: ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: pezográphos Transliteration B: pezographos Transliteration C: pezografos Beta Code: pezogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, prose-writer, D.L.4.15, Sch.E.Hec.795, al.

German (Pape)

[Seite 542] Prosa schreibend, Schol. Pind. P. 1, 181.

Russian (Dvoretsky)

πεζογράφος: (ᾰ) ὁ пишущий прозой, прозаик Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

πεζογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ πεζὸς συγγραφεύς, Διογ. Λ. 4. 15· ― πεζογραφέω, γράφω ἐν πεζῷ λόγῳ, αὐτόθι· ― πεζογραφία, ἡ, ὁ πεζὸς λόγος, Εὐστ. 1753. 29.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ο συγγραφέας πεζών και ιδίως λογοτεχνικών έργων, σε αντιδιαστολή με τον συγγραφέα έμμετρων έργων, τον ποιητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -γράφος].