ῥόχανον: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἀπόμακτρον, ῥόχανον; Latin: hostorium; Welsh: " to "Greek: ρηγλί, κόφτρα; Ancient Greek: ἀπόμακτρον, ῥόχανον; Latin: hostorium; Welsh:...) |
|||
Line 21: | Line 21: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[strickle]]=== | |trtx====[[strickle]]=== | ||
Bulgarian: равнилка; Galician: rapa, rebolo, rebola; Greek: [[ρηγλί]], [[ | Bulgarian: равнилка; Galician: rapa, rebolo, rebola; Greek: [[κόφτρα]], [[ρήγλα]], [[ρηγλί]], [[ρίγλα]]; Ancient Greek: [[ἀπόμακτρον]], [[ῥόχανον]]; Latin: [[hostorium]]; Welsh: cyforbren | ||
}} | }} |
Revision as of 16:12, 31 May 2024
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 849] τό, das Streichholz beim Messen; wahrscheinlich eigtl. ῥόγανον, von ῥόγος (?); ἐπιῤῥόγανον hat Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ῥόχᾰνον: τό, ξύλον, δι’ οὗ ἰσάζουσι τὸ μέτρον τοῦ γεννήματος, κοινῶς «ῥῆγλα», «ῥόχανον· σκυταλίδα, ἀπορ(ρ)ακτήριον, ᾗ ἀπορ(ρ)ηγλιῶσι τὸ μέτρον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ξύλο με το οποίο ίσιωναν την επιφάνεια της ποσότητας δημητριακών κατά τη μέτρηση.