διαχειρίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(μσν. ενεργ.-αρχ. μέσ.) [[σκοτώνω]]. | |mltxt=(ΑΝ) και [[διαχειρίζω]] (AM) και [[διαχειρώ]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] στα χέρια μου, [[μεταχειρίζομαι]], [[διευθύνω]]<br /><b>2.</b> [[επιτροπεύω]], [[επιμελούμαι]]<br />(μσν. ενεργ.-αρχ. μέσ.) [[σκοτώνω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:20, 4 June 2024
English (Strong)
from διά and a derivative of χείρ; to handle thoroughly, i.e. lay violent hands upon: kill, slay.
French (Bailly abrégé)
1 manier, traiter, soigner, acc.;
2 porter la main sur, tuer, acc..
Étymologie: διά, χειρίζω, διαχειρίζω.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
Greek Monolingual
(ΑΝ) και διαχειρίζω (AM) και διαχειρώ (Α)
1. κρατώ στα χέρια μου, μεταχειρίζομαι, διευθύνω
2. επιτροπεύω, επιμελούμαι
(μσν. ενεργ.-αρχ. μέσ.) σκοτώνω.