ολύμπιος: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
m (Text replacement - "ἐντεῡθεν" to "ἐντεῦθεν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α ὀλύμπιος και ιων. τ. οὐλύμπιος, -ον) [[Όλυμπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον Όλυμπο ή στους θεούς του Ολύμπου<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[προσωνυμία]] του [[Διός]] («[[Ζεὺς]] πατὴρ ὀλύμπιος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[επιβλητικότητα]], θεϊκή [[αταραξία]] και [[γαλήνη]], [[ουράνιος]], [[υπερκόσμιος]] («ολύμπιο ύφος»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ολύμπιο [[μέτωπο]]»<br /><b>ανατ.</b> [[μέτωπο]] με ανώμαλη [[ανάπτυξη]] το οποίο προεξέχει<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ.</b>) [[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] του Περικλέους («ἐντεῦθεν ὀργῇ Περικλέης οὐλύμπιος ἤστραπτεν», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=-α, -ο (Α ὀλύμπιος και ιων. τ. οὐλύμπιος, -ον) [[Όλυμπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον Όλυμπο ή στους θεούς του Ολύμπου<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[προσωνυμία]] του [[Διός]] («[[Ζεὺς]] πατὴρ ὀλύμπιος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[επιβλητικότητα]], θεϊκή [[αταραξία]] και [[γαλήνη]], [[ουράνιος]], [[υπερκόσμιος]] («ολύμπιο ύφος»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ολύμπιο [[μέτωπο]]»<br /><b>ανατ.</b> [[μέτωπο]] με ανώμαλη [[ανάπτυξη]] το οποίο προεξέχει<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ.</b>) [[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] του Περικλέους («ἐντεῦθεν ὀργῇ Περικλέης οὐλύμπιος ἤστραπτεν», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{trml
|trtx====[[Olympian]]===
Bulgarian: олимпийски; Catalan: olímpic; Danish: olympisk; Finnish: olympolainen; French: [[olympien]]; Georgian: ოლიმპიური; German: [[olympisch]]; Greek: [[ολύμπιος]]; Ancient Greek: [[Ὀλύμπιος]]; Irish: Oilimpeach; Italian: [[olimpiaco]], [[olimpico]], [[olimpio]]; Latin: [[Olympius]]; Portuguese: [[olímpico]]; Romanian: olimpian; Russian: [[олимпийский]]; Spanish: [[olímpico]]; Swedish: olympisk
}}
}}

Latest revision as of 06:40, 25 June 2024

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀλύμπιος και ιων. τ. οὐλύμπιος, -ον) Όλυμπος
1. αυτός που αναφέρεται στον Όλυμπο ή στους θεούς του Ολύμπου
2. (το αρσ.) προσωνυμία του ΔιόςΖεὺς πατὴρ ὀλύμπιος», Σοφ.)
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που έχει επιβλητικότητα, θεϊκή αταραξία και γαλήνη, ουράνιος, υπερκόσμιος («ολύμπιο ύφος»)
2. φρ. «ολύμπιο μέτωπο»
ανατ. μέτωπο με ανώμαλη ανάπτυξη το οποίο προεξέχει
αρχ.
(το αρσ.) κωμικός χαρακτηρισμός του Περικλέους («ἐντεῦθεν ὀργῇ Περικλέης οὐλύμπιος ἤστραπτεν», Αριστοφ.).

Translations

Olympian

Bulgarian: олимпийски; Catalan: olímpic; Danish: olympisk; Finnish: olympolainen; French: olympien; Georgian: ოლიმპიური; German: olympisch; Greek: ολύμπιος; Ancient Greek: Ὀλύμπιος; Irish: Oilimpeach; Italian: olimpiaco, olimpico, olimpio; Latin: Olympius; Portuguese: olímpico; Romanian: olimpian; Russian: олимпийский; Spanish: olímpico; Swedish: olympisk