ἀνασχινδυλεύω: Difference between revisions
lsj>Spiros m (Text replacement - "ἀνασκολοπίζω, ἀνασκινδυλεύω" to "ἀνασκολοπίζω, ἀνασκινδαλεύω, ἀνασκινδυλεύω") |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
Latest revision as of 09:48, 7 October 2024
English (LSJ)
= ἀνασκολοπίζω (impale), Pl.R. 362a; cf. ἀνασκινδυλεύω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀνασχινδα- Phryn.PS p.48
empalar ὁ δίκαιος ... ἀνασχινδυλευθήσεται Pl.R.362a, cf. Phryn.l.c. como glos. a Pl.
German (Pape)
[Seite 210] (att. für ἀνασκινδυλεύω), aufpfählen, kreuzigen, Plat. Rep. II, 362 a; s. B. A. 27.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασχινδυλεύω: сажать на кол Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασχινδυλεύω: παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφεῦσιν ἀνασκινδυλεύω, ἀνασκολοπίζω, Πλάτ. Πολ. 362Α· πρβλ. Πιερσ. Μοῖριν 360, Ρουγκ. Τίμ. 32.
Greek Monolingual
ἀνασχινδυλεύω (Α) (και μτγν. ανασκινδυλεύω)
ανασκολοπίζω, σταυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + σκινδύλιον (< σχίζω) «μικρό κομμάτι ξύλου»].
Translations
impale
Bulgarian: набивам на кол; Danish: spidde; Dutch: spietsen; Finnish: seivästää; French: empaler; German: pfählen, erstechen; Greek: ανασκολοπίζω; Ancient Greek: ἀμφιγυιόω, ἀναπείρω, ἀναπήγνυμι, ἀνασκολοπίζω, ἀνασκινδαλεύω, ἀνασκινδυλεύω, ἀνασχινδυλεύω, ἀνασταυρίζω, ἀνασταυροῦν, ἀνασταυρόω, ἐμπείρω, ἐμπεριπείρω, σκόλοπι πηγνύναι, σκόλοψι πηγνύναι; Hungarian: karóba húz; Icelandic: stjaksetja, stinga á tein, setja á nál; Italian: impalare; Macedonian: набива, набодува; Polish: wbijać na pal, wbić na pal, nadziewać na pal, nadziać na pal, nabijać na pal, nabić na pal; Portuguese: empalar; Russian: сажать на кол, посадить на кол; Serbo-Croatian: nabiti na kolac; Spanish: empalar