κριβανωτός: Difference between revisions
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "( " to "(") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κριβανωτός -ή -όν [κρίβανος] als subst. ὁ κριβανωτός ( ''[[sc.]]'' ἄρτος) pannenbrood (uit de kribanos). | |elnltext=κριβανωτός -ή -όν [κρίβανος] als subst. ὁ κριβανωτός (''[[sc.]]'' ἄρτος) pannenbrood (uit de kribanos). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 12:31, 13 October 2024
English (LSJ)
κριβανωτή, κριβανωτόν, baked in a κρίβανος, hence κριβανωτός (sc. ἄρτος), ὁ, Alcm.20 (codd. Ath.), Ar.Pl.765; κ. ζῷα Eust.1286.19.
German (Pape)
[Seite 1508] = κριβανίτης; Alcm. bei Ath. III, 114 f; Eust.; Ar. Plut. 765.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
cuit dans un four de campagne ; subst. ὁ κριβανωτός (ἄρτος) pain cuit au four de campagne, sorte de gâteau.
Étymologie: κρίβανος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κριβανωτός -ή -όν [κρίβανος] als subst. ὁ κριβανωτός (sc. ἄρτος) pannenbrood (uit de kribanos).
Russian (Dvoretsky)
κρῑβᾰνωτός: ὁ (sc. ἄρτος) Arph. = κριβανίτης II.
Greek Monolingual
κριβανωτός, -ή, -όν (Α)
βλ. κλιβανωτός.
Greek Monotonic
κρῑβᾰνωτός: -ή, -όν = κριβανίτης, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑβᾰνωτός: -ή, -όν, ὀπτὸς ἐν κριβάνῳ· ἐντεῦθεν κριβανωτὸς (δηλ. ἄρτος), ὁ, Ἀλκμὰν 62, Ἀριστοφ. Πλ. 765 (ἄλλ. κριβανίτης)· κρ. ζῷα, ἀκέραια ζῷα ὠπτημένα ἐν κλιβάνῳ, Εὐστ. 1286. 19.
Middle Liddell
κρῑβᾰνωτός, ή, όν = κριβανίτης, Ar.]