πολύκλαυστος: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyklafstos | |Transliteration C=polyklafstos | ||
|Beta Code=polu/klaustos | |Beta Code=polu/klaustos | ||
|Definition=or [[πολύκλαυτος]], ον, also η, ον cj. in A.''Ag.''1526 (anap.):—<br><span class="bld">A</span> [[much lamented]], Hom.''Epigr.''3.5, A.l.c., [[Euripides|E.]]''[[Ion]]'' 869 (anap.), etc.; π. φίλοισι [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''674 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> Act., [[much-lamenting]], γυναῖκες Emp.62; ῥέεθρα Mosch.3.73; π. ὑάκινθος ''IG''14.607; π. ποταμός [[swollen with tears]], Arat.360; [[causing much lamentation]], πόλεμος Q.S.10.141. | |Definition=or [[πολύκλαυτος]], ον, also η, ον cj. in A.''Ag.''1526 (anap.):—<br><span class="bld">A</span> [[much lamented]], Hom.''Epigr.''3.5, A.l.c., [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''869 (anap.), etc.; π. φίλοισι [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''674 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> Act., [[much-lamenting]], γυναῖκες Emp.62; ῥέεθρα Mosch.3.73; π. ὑάκινθος ''IG''14.607; π. ποταμός [[swollen with tears]], Arat.360; [[causing much lamentation]], πόλεμος Q.S.10.141. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:37, 25 October 2024
English (LSJ)
or πολύκλαυτος, ον, also η, ον cj. in A.Ag.1526 (anap.):—
A much lamented, Hom.Epigr.3.5, A.l.c., E.Ion869 (anap.), etc.; π. φίλοισι A.Pers.674 (lyr.).
II Act., much-lamenting, γυναῖκες Emp.62; ῥέεθρα Mosch.3.73; π. ὑάκινθος IG14.607; π. ποταμός swollen with tears, Arat.360; causing much lamentation, πόλεμος Q.S.10.141.
German (Pape)
[Seite 664] = πολύκλαυτος; Mosch. 3, 74; Nic. Al. 625; Mus. 236.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. πολύκλαυτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκλαυ(σ)τος -ον f. soms -η [πολύς, κλαίω] veel beweend. veel wenend.
Greek Monolingual
και πολύκλαυτος, -η, -ο / πολύκλαυστος και πολύκλαυτος, -ον, ΝΜΑ
1. (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, πολυθρήνητος
αρχ.
1. αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», επιγρ.)
2. φρ. α) «πολύκλαυστα ῥεῖθρα» — πολλά, άφθονα δάκρυα
β) «πολύκλαυστος πόλεμος» — πόλεμος που έχει προκαλέσει πολλά δάκρυα
γ) «πολύκλαυστος ποταμός» — ποταμός που έχει φουσκώσει από τα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κλαυστός / κλαυτός (< κλαίω), πρβλ. πάγ-κλαυστος / πάγ-κλαυτος].
Greek Monotonic
πολύκλαυστος: ή -κλαυτος, -ον και -η, -ον,
I. πολύκλαυτος, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που θρηνεί πολύ, σε Μόσχ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκλαυστος: ἢ -κλαυτος, ον, ὡσαύτως η, ον, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 822· ― ὁ πολὺ θρηνηθείς, θρηνούμενος, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 3. 5, Αἰσχύλ. Πέρσ. 674, Ἀγ. 1526, Εὐρ. Ἴων 869, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ πολὺ θρηνῶν, κλαίων, γυναῖκες Ἐμπεδ. 318, πρβλ. Μόσχ. 3. 74· π. ὑάκινθος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 547. 5· π. ποταμός, ἐξογκωθεὶς ἐκ τῶν δακρύων, Ἄρατ. 360. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. ἄκλαυστος.
Middle Liddell
πολύ-κλαυστος, ορ -κλαυτος, ον,
I. much lamented, Aesch., Eur.
II. act. much lamenting, Mosch.