3,258,249
edits
m (Text replacement - "Ancient Greek: συνήγορος, συνάγορος, δικήγορος, πρόδικος;" to "Ancient Greek: ἀρωγός, δικαιολόγος, δικηγόρος, δικήγορος, δικολέκτης, δικολόγος, δικοτέχνης, ἔκδικος, ξύνδικος, ξυνήγορος, παράκλητος, πρόδικος, προήγορος, ῥητὴρ δικῶν, συνάγορος, σύνδικος, συνήγορος, σχολαστικός;") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "ἀρωγός, δικαιολόγος, δικηγόρος, δικήγορος, δικολέκτης, δικολόγος, δικοτέχνης, ἔκδικος, ξύνδικος, ξυνήγορος, παράκλητος, πρόδικος, προήγορος, ῥητὴρ δικῶν, συνάγορος, σύνδικος, συνήγορος, σχολαστικός" to "ἀγοραῖος, ἀρωγός, δικαιολόγος, δικηγόρος, δικήγορος, δικογράφος, δικολέκτης, δικολόγος, δικοτέχνης, ἐκβιβαστής, ἔκδικος, ξύνδικος, ξυνήγορος, [[παράκλ...) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[advocate]]=== | |trtx====[[advocate]]=== | ||
Albanian: avokat; Arabic: محامي, محامية; Armenian: փաստաբան, իրավաբան; Belarusian: адвакат; Bulgarian: адвокат, адвокатка; Catalan: advocat; Chechen: юрист; Crimean Tatar: advokat; Czech: obhájce, advokát, právník, právnička; Danish: advokat; Dutch: [[advocaat]], advocate, [[verdediger]], [[verdedigster]]; Esperanto: advokato; Finnish: puolestapuhuja; French: [[avocat]], avocate; Galician: avogado, avogada; Georgian: ადვოკატი; German: [[Rechtsanwalt]], Rechtsanwältin, [[Verteidiger]]; Greek: [[συνήγορος]]; Ancient Greek: [[ἀρωγός]], [[δικαιολόγος]], [[δικηγόρος]], [[δικήγορος]], [[δικολέκτης]], [[δικολόγος]], [[δικοτέχνης]], [[ἔκδικος]], [[ξύνδικος]], [[ξυνήγορος]], [[παράκλητος]], [[πρόδικος]], [[προήγορος]], [[ῥητὴρ δικῶν]], [[συνάγορος]], [[σύνδικος]], [[συνήγορος]], [[σχολαστικός]]; Hebrew: סנגור; Ido: advokato; Indonesian: pengacara, advokat; Irish: abhcóide; Italian: avvocato, avvocata; Khmer: ស្មាក្ដី; Ladin: aucat; Latin: [[cognitor]], [[advocatus]]; Macedonian: адвокат; Malayalam: വക്കീല്, അഭിഭാഷകന്; Maltese: avukat, avukatessa; Maori: kaitautoko; Middle English: oratour; Polish: adwokat, adwokatka, obrońca; Portuguese: advogado, advogada; Russian: [[адвокат]], [[защитник]], [[защитница]]; Slovene: zagovornik, zagovornica; Spanish: [[abogado]], abogada; Swedish: advokat; Tagalog: abogado; Tamil: வக்கீல்; Tocharian B: weñmo; Volapük: lavogan, hilavogan, jilavogan | Albanian: avokat; Arabic: محامي, محامية; Armenian: փաստաբան, իրավաբան; Belarusian: адвакат; Bulgarian: адвокат, адвокатка; Catalan: advocat; Chechen: юрист; Crimean Tatar: advokat; Czech: obhájce, advokát, právník, právnička; Danish: advokat; Dutch: [[advocaat]], advocate, [[verdediger]], [[verdedigster]]; Esperanto: advokato; Finnish: puolestapuhuja; French: [[avocat]], avocate; Galician: avogado, avogada; Georgian: ადვოკატი; German: [[Rechtsanwalt]], Rechtsanwältin, [[Verteidiger]]; Greek: [[συνήγορος]]; Ancient Greek: [[ἀγοραῖος]], [[ἀρωγός]], [[δικαιολόγος]], [[δικηγόρος]], [[δικήγορος]], [[δικογράφος]], [[δικολέκτης]], [[δικολόγος]], [[δικοτέχνης]], [[ἐκβιβαστής]], [[ἔκδικος]], [[ξύνδικος]], [[ξυνήγορος]], [[παράκλητος]], [[πρόδικος]], [[προήγορος]], [[ῥητὴρ δικῶν]], [[συνάγορος]], [[σύνδικος]], [[συνήγορος]], [[σχολαστικός]]; Hebrew: סנגור; Ido: advokato; Indonesian: pengacara, advokat; Irish: abhcóide; Italian: avvocato, avvocata; Khmer: ស្មាក្ដី; Ladin: aucat; Latin: [[cognitor]], [[advocatus]]; Macedonian: адвокат; Malayalam: വക്കീല്, അഭിഭാഷകന്; Maltese: avukat, avukatessa; Maori: kaitautoko; Middle English: oratour; Polish: adwokat, adwokatka, obrońca; Portuguese: advogado, advogada; Russian: [[адвокат]], [[защитник]], [[защитница]]; Slovene: zagovornik, zagovornica; Spanish: [[abogado]], abogada; Swedish: advokat; Tagalog: abogado; Tamil: வக்கீல்; Tocharian B: weñmo; Volapük: lavogan, hilavogan, jilavogan | ||
}} | }} |