ἀνθεκτέον: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθεκτέον:''' ρημ. επίθ. του <i>ἀντ-έχω</i>, αυτό που πρέπει να προσχωρηθεί, να προσκολληθεί σε, με γεν., σε Πλάτ.· ομοίως στον πληθ. <i>ἀνθεκτέα</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀνθεκτέον:''' ρημ. επίθ. του <i>ἀντ-έχω</i>, αυτό που πρέπει να προσχωρηθεί, να προσκολληθεί σε, με γεν., σε Πλάτ.· ομοίως στον πληθ. <i>ἀνθεκτέα</i>, σε Θουκ.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[capessendum]]'', [[must be undertaken]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.93.4/ 1.93.4].
}}
}}

Revision as of 11:29, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθεκτέον Medium diacritics: ἀνθεκτέον Low diacritics: ανθεκτέον Capitals: ΑΝΘΕΚΤΕΟΝ
Transliteration A: anthektéon Transliteration B: anthekteon Transliteration C: anthekteon Beta Code: a)nqekte/on

English (LSJ)

one must cleave to, τούτου ἀ. τοῖς ἐπιμεληταῖς Pl.R. 424b; ἀ. τῆς μέσης ἕξεως Arist.EN1126b9: so in plural, ἀνθεκτέα ἐστὶ τῆς θαλάσσης Th.1.93.

Spanish (DGE)

hay que cuidarse de c. gen. τούτου Pl.R.424b, τῆς θαλάσσης ... ἀνθεκτέα ἐστί hay que dedicarse a las cosas del mar Th.1.93, δῆλον οὖν ὅτι τῆς μέσης ἕξεως ἀνθεκτέον es claro, entonces, que hay que atenerse a la disposición intermedia del alma, Arist.EN 1126b9.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθεκτέον: adj. verb. к ἀντέχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθεκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀντέχομαι, πρέπει τις νὰ ἀντέχηταί τινος, τούτου ἀνθεκτέον τοῖς ἐπιμεληταῖς, εἰς τοῦτο πρέπει νὰ προσέχωσιν οἱ ἐπιμεληταί, Πλάτ. Πολ. 424B· τῆς μέσης ἕξεως ἀνθεκτέον Ἀριστ. Ἠ0. Ν. 4.11, 14· οὕτω κατὰ πληθ., ἀνθεκτέα ἐστὶ τῆς θαλάσσης Θουκ. 1. 93.

Greek Monotonic

ἀνθεκτέον: ρημ. επίθ. του ἀντ-έχω, αυτό που πρέπει να προσχωρηθεί, να προσκολληθεί σε, με γεν., σε Πλάτ.· ομοίως στον πληθ. ἀνθεκτέα, σε Θουκ.

Lexicon Thucydideum

capessendum, must be undertaken, 1.93.4.