χάλκευμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Geräth" to "Gerät")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1330.png Seite 1330]] τό, jedes aus Erz oder Kupfer gearbeitete, geschmiedete Geräth; Fessel, δυσλύτοις χαλκεύμασι προσπασσαλεύσω Aesch. Prom. 19; νεκρὸν [[θήσω]], ποδώκει περιβαλὼν χαλκεύματι Ch. 569.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1330.png Seite 1330]] τό, jedes aus Erz oder Kupfer gearbeitete, geschmiedete Gerät; Fessel, δυσλύτοις χαλκεύμασι προσπασσαλεύσω Aesch. Prom. 19; νεκρὸν [[θήσω]], ποδώκει περιβαλὼν χαλκεύματι Ch. 569.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 17:42, 22 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάλκευμα Medium diacritics: χάλκευμα Low diacritics: χάλκευμα Capitals: ΧΑΛΚΕΥΜΑ
Transliteration A: chálkeuma Transliteration B: chalkeuma Transliteration C: chalkevma Beta Code: xa/lkeuma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A anything made of brass, e.g. an axe or sword, A.Ch.576.
2 in plural, brazen bonds, Id.Pr.19.

German (Pape)

[Seite 1330] τό, jedes aus Erz oder Kupfer gearbeitete, geschmiedete Gerät; Fessel, δυσλύτοις χαλκεύμασι προσπασσαλεύσω Aesch. Prom. 19; νεκρὸν θήσω, ποδώκει περιβαλὼν χαλκεύματι Ch. 569.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
tout ouvrage en airain (chaîne, épée, etc.).
Étymologie: χαλκεύω.

Russian (Dvoretsky)

χάλκευμα: ατος τό медное (бронзовое) изделие: δύσλυτα χαλκεύματα Aesch. неразрывные оковы; περιβαλεῖν χαλκεύματι Aesch. настигнуть (кого-л.) мечом.

Greek (Liddell-Scott)

χάλκευμα: τό, τὸ ἐκ χαλκοῦ πεποιημένον, π. χ. πέλεκυςξίφος, Αἰσχύλ. Χο. 576. 2) ἐν τῷ πληθ., δεσμὰ ἐκ χαλκοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 19.

Greek Monolingual

το, ΝΑ χαλκεύω
καθετί το κατασκευασμένο από χαλκό
νεοελλ.
μτφ. συκοφαντία, σκευωρία, μηχανορραφία
αρχ.
στον πληθ. τὰ χαλκεύματα
δεσμά από χαλκό.

Greek Monotonic

χάλκευμα: -ατος, τό (χαλκεύω), οτιδήποτε φτιαγμένο από χαλκό, π.χ. πέλεκυς ή ξίφος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

χάλκευμα, ατος, τό, χαλκεύω
anything made of brass, e. g. an axe or sword, Aesch.