πνιγμονή: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0641.png Seite 641]] ἡ, = Folgdm; Schol. Eur. Phoen. 331; Hdn. epimer. 111.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0641.png Seite 641]] ἡ, = [[πνιγμός]]; Schol. Eur. Phoen. 331; Hdn. epimer. 111.
}}
{{ls
|lstext='''πνιγμονή''': ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 111.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>ιατρ.</b> [[ασφυξία]] προκαλούμενη από [[μηχανική]] [[απόφραξη]] τών ανώτερων αναπνευστικών [[οδών]] λόγω στραγγαλισμού, εισρόφησης ξένου σώματος κ.ά. αιτίων<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πνιγηρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πνιγμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[μονή]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>μων</i>), <b>πρβλ.</b> [[πῆμα]]: [[πημονή]], [[φλέγμα]]: [[φλεγμονή]].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>ιατρ.</b> [[ασφυξία]] προκαλούμενη από [[μηχανική]] [[απόφραξη]] τών ανώτερων αναπνευστικών [[οδών]] λόγω στραγγαλισμού, εισρόφησης ξένου σώματος κ.ά. αιτίων<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πνιγηρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πνιγμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[μονή]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>μων</i>), <b>πρβλ.</b> [[πῆμα]]: [[πημονή]], [[φλέγμα]]: [[φλεγμονή]].
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 23 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνῑγμονή Medium diacritics: πνιγμονή Low diacritics: πνιγμονή Capitals: ΠΝΙΓΜΟΝΗ
Transliteration A: pnigmonḗ Transliteration B: pnigmonē Transliteration C: pnigmoni Beta Code: pnigmonh/

English (LSJ)

ἡ, = πνιγμός (choking, being choked, suffocation, crushing, stifling heat, stewing), Herm. in Phdr. p. 163A. (pl.), Sch. E. Ph. 327, Hdn. Epim. 111.

German (Pape)

[Seite 641] ἡ, = πνιγμός; Schol. Eur. Phoen. 331; Hdn. epimer. 111.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
ιατρ. ασφυξία προκαλούμενη από μηχανική απόφραξη τών ανώτερων αναπνευστικών οδών λόγω στραγγαλισμού, εισρόφησης ξένου σώματος κ.ά. αιτίων
νεοελλ.
πνιγηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνιγμός + -μονή (< -μων), πρβλ. πῆμα: πημονή, φλέγμα: φλεγμονή.