ληματιάω: Difference between revisions
From LSJ
(13_2) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0039.png Seite 39]] willenskräftig, entschlossen sein, ληματιᾷς καὶ [[ἀνδρεῖος]] εἶ, Ar. Ran. 494, wo der Schol. aber auch [[ληματίας]] als Lesart anführt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0039.png Seite 39]] willenskräftig, entschlossen sein, ληματιᾷς καὶ [[ἀνδρεῖος]] εἶ, Ar. Ran. 494, wo der Schol. aber auch [[ληματίας]] als Lesart anführt. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λημᾰτιάω''': ([[λῆμα]]) ἔχω [[λῆμα]], θάρρος, τόλμην, εἶμαι [[εὔτολμος]], ἀποφασιστικός, μεγαλοφρονῶ, ληματιᾷς Ἀριστοφ. Βάτρ. 494, μὲ διάφ. γραφ. ληματίας, [[ὅπερ]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ [[φρονηματίας]], [[μεγαλόφρων]], καὶ ὁ Κύριλλ. δι’ [[αὐτοῦ]] ἑρμηνεύει τὸ κατοιόμενος. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:10, 5 August 2017
English (LSJ)
A to be high-spirited, v.l. in Ar.l.c.
German (Pape)
[Seite 39] willenskräftig, entschlossen sein, ληματιᾷς καὶ ἀνδρεῖος εἶ, Ar. Ran. 494, wo der Schol. aber auch ληματίας als Lesart anführt.
Greek (Liddell-Scott)
λημᾰτιάω: (λῆμα) ἔχω λῆμα, θάρρος, τόλμην, εἶμαι εὔτολμος, ἀποφασιστικός, μεγαλοφρονῶ, ληματιᾷς Ἀριστοφ. Βάτρ. 494, μὲ διάφ. γραφ. ληματίας, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ φρονηματίας, μεγαλόφρων, καὶ ὁ Κύριλλ. δι’ αὐτοῦ ἑρμηνεύει τὸ κατοιόμενος.