κασιγνήτη: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(13_4)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] ἡ, die (leibliche) Schwester, Hom. u. Folgde. – Uebertr. sagt Hipponax bei Ath. III, 78 c [[συκῆ]] [[μέλαινα]] ἀμπέλου κασ. u. M. Argent. 21 (VI, 248) Λάγυνε, [[κασιγνήτη]] νεκταρέης κύλικος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] ἡ, die (leibliche) Schwester, Hom. u. Folgde. – Uebertr. sagt Hipponax bei Ath. III, 78 c [[συκῆ]] [[μέλαινα]] ἀμπέλου κασ. u. M. Argent. 21 (VI, 248) Λάγυνε, [[κασιγνήτη]] νεκταρέης κύλικος.
}}
{{ls
|lstext='''κᾰσιγνήτη''': ἡ, θηλ. τοῦ [[κασίγνητος]], [[ἀδελφή]], Ὁμ. Ἰλ. Π. 432, κλ.· μεταφ., ὡς τὸ [[κάσις]], συκῆν μέλαιναν, ἀμπέλου κασιγνήτην Ἱππῶναξ παρ’ Ἀθην. 78C, κλ.· λάγυνε,… [[κασιγνήτη]] νεκταρέης κύλικος Ἀνθ. Π. 6. 248.
}}
}}

Revision as of 09:16, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰσιγνήτη Medium diacritics: κασιγνήτη Low diacritics: κασιγνήτη Capitals: ΚΑΣΙΓΝΗΤΗ
Transliteration A: kasignḗtē Transliteration B: kasignētē Transliteration C: kasigniti Beta Code: kasignh/th

English (LSJ)

ἡ, fem. of κασίγνητος,

   A sister, Il.4.441, etc.; dual -τα A.Pers.185: metaph., συκῆ ἀμπέλου κ. Hippon.34, cf. 70A; λάγυνε, . . κ. νεκταρέης κύλικος AP6.248 (Marc. Arg.):—Cypr. κασινήτα Gött.Nachr. 1914.95, and καἱνίτα (q.v.): Aeol. κασιγνήτα Sapph. Supp.1.9 (prob.).

German (Pape)

[Seite 1333] ἡ, die (leibliche) Schwester, Hom. u. Folgde. – Uebertr. sagt Hipponax bei Ath. III, 78 c συκῆ μέλαινα ἀμπέλου κασ. u. M. Argent. 21 (VI, 248) Λάγυνε, κασιγνήτη νεκταρέης κύλικος.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰσιγνήτη: ἡ, θηλ. τοῦ κασίγνητος, ἀδελφή, Ὁμ. Ἰλ. Π. 432, κλ.· μεταφ., ὡς τὸ κάσις, συκῆν μέλαιναν, ἀμπέλου κασιγνήτην Ἱππῶναξ παρ’ Ἀθην. 78C, κλ.· λάγυνε,… κασιγνήτη νεκταρέης κύλικος Ἀνθ. Π. 6. 248.