ἐνελαύνω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
(13_4)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0837.png Seite 837]] (s. [[ἐλαύνω]]), hineintreiben, -stoßen; Hom. in tmesi, wie Pind. N. 10, 131; übertr., [[ὁπόταν]] τις καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8, 9, Groll tief ins Herz senken. – Med. ἐνελαύνεσθαι, von Wagen, darauffahren, D. Cass. 49, 30.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0837.png Seite 837]] (s. [[ἐλαύνω]]), hineintreiben, -stoßen; Hom. in tmesi, wie Pind. N. 10, 131; übertr., [[ὁπόταν]] τις καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8, 9, Groll tief ins Herz senken. – Med. ἐνελαύνεσθαι, von Wagen, darauffahren, D. Cass. 49, 30.
}}
{{ls
|lstext='''ἐνελαύνω''': μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ, [[ἐλαύνω]], ἐμπήγω τι μεθ’ ὁρμῆς εἴς τι, [[μετὰ]] δοτ., ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν... [[ἔγχος]], ἐν τμήσει, ἀντὶ ἐνήλασε δεινῷ σάκει κτλ., Ἰλ. Υ. 259, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 131· μεταφ., [[ὁπόταν]] τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ ὁ αὐτ. Π. 8. 11. - Μέσ., [[ἐλαύνω]] ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, οὕτω γὰρ δεινῶς ἰσχυρίζεται (ἡ [[φάλαγξ]]) [[ὥστε]] καὶ βαδίζειν τινὰς [[ἐπάνωθεν]] αὐτῆς, καὶ [[προσέτι]] καὶ ἵππους καὶ ὀχήματα... ἐνελαύνεσθαι Δίων Κ. 49. 30.
}}
}}

Revision as of 09:17, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνελαύνω Medium diacritics: ἐνελαύνω Low diacritics: ενελαύνω Capitals: ΕΝΕΛΑΥΝΩ
Transliteration A: enelaúnō Transliteration B: enelaunō Transliteration C: enelayno Beta Code: e)nelau/nw

English (LSJ)

   A drive in or into, c. dat., ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ἔγχος Il.20.259, cf. Pi.N.10.70: metaph., καρδίᾳ κότον Id.P.8.9:—Med., drive in or on, D.C.49.30.

German (Pape)

[Seite 837] (s. ἐλαύνω), hineintreiben, -stoßen; Hom. in tmesi, wie Pind. N. 10, 131; übertr., ὁπόταν τις καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8, 9, Groll tief ins Herz senken. – Med. ἐνελαύνεσθαι, von Wagen, darauffahren, D. Cass. 49, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνελαύνω: μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ, ἐλαύνω, ἐμπήγω τι μεθ’ ὁρμῆς εἴς τι, μετὰ δοτ., ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν... ἔγχος, ἐν τμήσει, ἀντὶ ἐνήλασε δεινῷ σάκει κτλ., Ἰλ. Υ. 259, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 131· μεταφ., ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ ὁ αὐτ. Π. 8. 11. - Μέσ., ἐλαύνω ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, οὕτω γὰρ δεινῶς ἰσχυρίζεται (ἡ φάλαγξ) ὥστε καὶ βαδίζειν τινὰς ἐπάνωθεν αὐτῆς, καὶ προσέτι καὶ ἵππους καὶ ὀχήματα... ἐνελαύνεσθαι Δίων Κ. 49. 30.