σταλαγμός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(13_2)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] ὁ, das Getröpfel; πρὸς αἱμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 238. 753; Soph. irg. 341; αἵματος, Eur. Ion 351. 1006; Ar. Ach. 997.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] ὁ, das Getröpfel; πρὸς αἱμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 238. 753; Soph. irg. 341; αἵματος, Eur. Ion 351. 1006; Ar. Ach. 997.
}}
{{ls
|lstext='''στᾰλαγμός''': ὁ, ([[σταλάσσω]]) τὸ σταλάζειν, στάλαξις, «στάξιμον», ἐκ τοῦ στόματος ἵππων καὶ ἐν θήρᾳ διωκομένων ζῴων, «[[σταγών]], ῥανὶς» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Θήβ. 61, Εὐμ. 247, πρβλ. 783· στ. φόνου Εὐρ. Ἑκ. 241· αἵματος ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 351, 1003· ἐπὶ ἀφθόνου ἱδρῶτος, Ἱππ. Ἀφ. 1261, πρβλ. Προγν. 38· ὁ στ. κατατρίβει τοὺς λίθους Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 5· κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων στ., σταλακτῖται, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 59· - [[ὡσαύτως]], στ. σμύρνης Σοφ. Ἀποσπ. 340· στ. εἰρήνης, ἡ ἐλαχίστη ἐλπὶς εἰρήνης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1033· τύχης στ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 240· - σκωπτικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου μικροῦ τὸ [[ἀνάστημα]], Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδ.» 2. 3. - Παρὰ τῷ Ἀράτ. 966, ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει στᾰλαημός [[χάριν]] τοῦ μέτρου παραβάλλων τὸ παρ’ Ἡσυχ. σταλαηδών. 2) κατὰ τὸν Μεγ. Ἐτυμολ. 576, Αἰολ. = [[ὀδύνη]].
}}
}}

Revision as of 09:19, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταλαγμός Medium diacritics: σταλαγμός Low diacritics: σταλαγμός Capitals: ΣΤΑΛΑΓΜΟΣ
Transliteration A: stalagmós Transliteration B: stalagmos Transliteration C: stalagmos Beta Code: stalagmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A dropping, dripping, from the mouth of horses and hunted animals, A.Th.61, Eu.247, cf.783 (lyr.); φόνου E.Hec.241 (pl.); αἵματος Id.Ion 351,1003 (pl.); of a profuse sweat, Hp.Aph.7.85, cf. Gal.19.140; ὁ σ. κατατρίβει τοὺς λίθους Arist.Ph.253b15; κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων σ., of stalactites, Id.Mir.834b32; also σμύρνης S.Fr.370 (pl.): metaph., σ. εἰρήνης the least drop of... Ar.Ach.1033; τύχης σ. Diog.Sinop.2; contemptuously of a little man, Anaxandr.34.3. (σταλαγμούς is unmetrical in Arat.966: σταλαημούς cj. Koechly, cf. σταλεηδόνες.)

German (Pape)

[Seite 928] ὁ, das Getröpfel; πρὸς αἱμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 238. 753; Soph. irg. 341; αἵματος, Eur. Ion 351. 1006; Ar. Ach. 997.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰλαγμός: ὁ, (σταλάσσω) τὸ σταλάζειν, στάλαξις, «στάξιμον», ἐκ τοῦ στόματος ἵππων καὶ ἐν θήρᾳ διωκομένων ζῴων, «σταγών, ῥανὶς» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Θήβ. 61, Εὐμ. 247, πρβλ. 783· στ. φόνου Εὐρ. Ἑκ. 241· αἵματος ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 351, 1003· ἐπὶ ἀφθόνου ἱδρῶτος, Ἱππ. Ἀφ. 1261, πρβλ. Προγν. 38· ὁ στ. κατατρίβει τοὺς λίθους Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 5· κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων στ., σταλακτῖται, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 59· - ὡσαύτως, στ. σμύρνης Σοφ. Ἀποσπ. 340· στ. εἰρήνης, ἡ ἐλαχίστη ἐλπὶς εἰρήνης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1033· τύχης στ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 240· - σκωπτικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου μικροῦ τὸ ἀνάστημα, Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδ.» 2. 3. - Παρὰ τῷ Ἀράτ. 966, ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει στᾰλαημός χάριν τοῦ μέτρου παραβάλλων τὸ παρ’ Ἡσυχ. σταλαηδών. 2) κατὰ τὸν Μεγ. Ἐτυμολ. 576, Αἰολ. = ὀδύνη.