βυθός: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(13_4) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0467.png Seite 467]] ὁ, die Tiefe, bes. Meerestiefe, Aesch. Prom. 432; Soph. Ai. 1083 u. öfter; Ar. Ran. 247 u. sonst; das Meer, Bian. 9 (XI, 248); Luc. D. mar. 10, 2; Sp. = Abgrund, z. B. ἀθεότητος Plut. amat. 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0467.png Seite 467]] ὁ, die Tiefe, bes. Meerestiefe, Aesch. Prom. 432; Soph. Ai. 1083 u. öfter; Ar. Ran. 247 u. sonst; das Meer, Bian. 9 (XI, 248); Luc. D. mar. 10, 2; Sp. = Abgrund, z. B. ἀθεότητος Plut. amat. 13. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βῠθός''': ὁ, τὸ [[βάθος]], ἰδίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, τὰ βαθέα ὕδατα, ὁ πυθμὴν τῶν βαθέων μερῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 432· μεταφ., ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν ἐς βυθὸν πεσεῖν Σοφ. Αἴ. 1083· ἀνακουφίσαι [[κάρα]] βυθῶν ὁ αὐτ. Ο. Τ. 24· ἐκ βυθοῦ κηκῖον [[αἷμα]], ἐκ τῆς βαθείας πληγῆς, ὁ αὐτ. Φ. 783· καταφέρεσθαι εἰς β. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 32, 5, κτλ.· ἐκ τοῦ β. [[αὐτόθι]] 9. 37, 29· ἐν τῷ β. τῆς θαλάττης [[αὐτόθι]] 4. 10, 5· - μεταφ., ἐν βυθῷ ἀτεχνίης, εἰς τὰ βάθη τῆς …, Ἱππ. 27. 10· ἀθεότητος Πλούτ. 2. 757Β· β. ἀγνοίας, κακῶν, κτλ., Ἐκκλ. (Ἴδε ἐν λ. [[βαθύς]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:19, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A the depth, esp. of the sea, A.Pr.432 (lyr.), 2 Ep.Cor.11.25. b generally, συνιζάνειν εἰς β. sink to the bottom, Thphr.Od.29: metaph., ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν ἐς βυθὸν πεσεῖν S.Aj.1083; ἀνακουφίσαι κάρα βυθῶν Id.OT24; ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα from the deep wound, Id.Ph.783; καταφέρεσθαι εἰς β. Arist.HA619a7, etc.; τὴν ἀναφορὰν ποιησάμενος ἐκ τοῦ β. ib.622b7; ἐν τῷ β. τῆς θαλάττης ib.537a8: metaph., ἐν βυθῷ ἀτεχνίης in the depth of... Hp.Praec.7; ἐν β. ἡ ἀλήθεια Democr.117; εἴς τινα β. φλυαρίας ἐμπεσών Pl.Prm.130d; ἀθεότητος Plu.2.757c; ὑπέρκοσμος β. abyss, Dam.Pr.106,205.
German (Pape)
[Seite 467] ὁ, die Tiefe, bes. Meerestiefe, Aesch. Prom. 432; Soph. Ai. 1083 u. öfter; Ar. Ran. 247 u. sonst; das Meer, Bian. 9 (XI, 248); Luc. D. mar. 10, 2; Sp. = Abgrund, z. B. ἀθεότητος Plut. amat. 13.
Greek (Liddell-Scott)
βῠθός: ὁ, τὸ βάθος, ἰδίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, τὰ βαθέα ὕδατα, ὁ πυθμὴν τῶν βαθέων μερῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 432· μεταφ., ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν ἐς βυθὸν πεσεῖν Σοφ. Αἴ. 1083· ἀνακουφίσαι κάρα βυθῶν ὁ αὐτ. Ο. Τ. 24· ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα, ἐκ τῆς βαθείας πληγῆς, ὁ αὐτ. Φ. 783· καταφέρεσθαι εἰς β. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 32, 5, κτλ.· ἐκ τοῦ β. αὐτόθι 9. 37, 29· ἐν τῷ β. τῆς θαλάττης αὐτόθι 4. 10, 5· - μεταφ., ἐν βυθῷ ἀτεχνίης, εἰς τὰ βάθη τῆς …, Ἱππ. 27. 10· ἀθεότητος Πλούτ. 2. 757Β· β. ἀγνοίας, κακῶν, κτλ., Ἐκκλ. (Ἴδε ἐν λ. βαθύς).