ἀνόρεκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
(b)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0241.png Seite 241]] ohne Verlangen, ohne Appetit, Galen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0241.png Seite 241]] ohne Verlangen, ohne Appetit, Galen.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνόρεκτος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄρεξιν, μ. γεν., πάσης ἀπολαύσεως αἰσχράς ἡδονῆς ἀνόρεκτον Ἀριστ. περὶ ἀρετ. 4, 5· μετ’ αἰτ. ἀνόρεκτοι περὶ τὰς ἀπολαύσεις τῶν φαύλων ἡδονῶν [[αὐτόθι]] 2. 1· ἀπολ., Πλούτ. 2. 460Α: ― Ἐπίρρ. -έκτως, ἀνορέκτως ἔχειν Ἀλέξ. Τραλλ. 6. 2, σ. 102. ΙΙ. τὸ ἀνόρεκτον, τὸ μὴ κινοῦν τὴν ὄρεξιν, Πλούτ. 2. 664Α.
}}
}}

Revision as of 09:21, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόρεκτος Medium diacritics: ἀνόρεκτος Low diacritics: ανόρεκτος Capitals: ΑΝΟΡΕΚΤΟΣ
Transliteration A: anórektos Transliteration B: anorektos Transliteration C: anorektos Beta Code: a)no/rektos

English (LSJ)

ον,

   A without appetite for, ἀπολαύσεως Arist.VV1250b9; ἡδονῆς Andronic. Rhod.p.576 M.; περὶ τὰς ἀπολαύσεις Arist.VV1250a8: abs., Sor.1.24, Plu.2.460a, etc. Adv. ἀνορέκτως, ἔχειν Gal.10.576.    II Pass., not desired, of food, Plu.2.664a.

German (Pape)

[Seite 241] ohne Verlangen, ohne Appetit, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόρεκτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄρεξιν, μ. γεν., πάσης ἀπολαύσεως αἰσχράς ἡδονῆς ἀνόρεκτον Ἀριστ. περὶ ἀρετ. 4, 5· μετ’ αἰτ. ἀνόρεκτοι περὶ τὰς ἀπολαύσεις τῶν φαύλων ἡδονῶν αὐτόθι 2. 1· ἀπολ., Πλούτ. 2. 460Α: ― Ἐπίρρ. -έκτως, ἀνορέκτως ἔχειν Ἀλέξ. Τραλλ. 6. 2, σ. 102. ΙΙ. τὸ ἀνόρεκτον, τὸ μὴ κινοῦν τὴν ὄρεξιν, Πλούτ. 2. 664Α.