σκηνόω: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(13_5)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0895.png Seite 895]] 1) ein Zelt, eine Hütte, Laube errichten, bauen, σκηνάς Polyaen. 7, 21, 6. – 2) in einem Zelte wohnen, übh. sich ansiedeln, niederlassen, aufhalten; pass. oder med., οὕτω [[πόῤῥω]] ἐσκήνωται τοῦ [[θανάσιμος]] εἶναι, Plat. Rep. X, 610 e; wie [[σκηνέω]], lagern, Xen. An. 2, 4, 14. 7, 4, 11; ἐν ταῖς οἰκίαις, 5, 5, 11; schmausen, Cyr. 6, 1, 49.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0895.png Seite 895]] 1) ein Zelt, eine Hütte, Laube errichten, bauen, σκηνάς Polyaen. 7, 21, 6. – 2) in einem Zelte wohnen, übh. sich ansiedeln, niederlassen, aufhalten; pass. oder med., οὕτω [[πόῤῥω]] ἐσκήνωται τοῦ [[θανάσιμος]] εἶναι, Plat. Rep. X, 610 e; wie [[σκηνέω]], lagern, Xen. An. 2, 4, 14. 7, 4, 11; ἐν ταῖς οἰκίαις, 5, 5, 11; schmausen, Cyr. 6, 1, 49.
}}
{{ls
|lstext='''σκηνόω''': στήνω σκηνάς, στρατοπεδεύομαι, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 14., 7. 4, 11. 2) = [[σκηνέω]] (ὃ ἴδε ἐν τέλ.), ζῶ, κατοικῶ ἐν σκηνῇ, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 1, 25· [[καθόλου]], κατοικίζομαι, [[καταλύω]], κατὰ τὰς κώμας ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 23· ταῖς οἰκίαις [[αὐτόθι]] 5. 5, 11· ἐν τῇ ἀκροπόλει ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 56· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., ζῶ, εἶμαι, [[ὑπάρχω]], [[πόρρω]] ἐσκήνωται (διάφορ. γραφ. ἐσκήνηται) τοῦ [[θανάσιμος]] [[εἶναι]] Πλάτ. Πολ. 610Ε. ΙΙ. στήνω σκηνήν, Πολύαιν, 7. 21, 6. 2) κατοικῶ [[μετὰ]] σκηνῶν, ἐρείπια Πλουτ. Κάμιλλ. 31.
}}
}}

Revision as of 09:23, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνόω Medium diacritics: σκηνόω Low diacritics: σκηνόω Capitals: ΣΚΗΝΟΩ
Transliteration A: skēnóō Transliteration B: skēnoō Transliteration C: skinoo Beta Code: skhno/w

English (LSJ)

   A pitch tents, encamp, ἐσκήνωσαν v.l. for -ησαν in X.An.2.4.14; σκηνοῖεν v.l. for σκηνῷεν (cj.) in ib.7.4.12.    2 = σκηνέω (q.v. sub fin.), live or dwell in a tent, ἐν τῷ ὁμοῦ σκηνοῦν prob. cj. in Id.Cyr.2.1.25: generally, settle, take up one's abode, κατὰ τὰς κώμας σκηνοῦν Id.An.4.5.23; -οῦν ἐν ταῖς οἰκίαις ib.5.5.11; ἐν τῇ ἀκροπόλει, οὗπερ αὐτὸς ἐσκήνου Id.HG5.4.56, cf. LXX Jd.5.17, al., J.AJ3.12.6: metaph., ὁ λόγος . . ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν Ev.Jo.1.14:—hence in pf.Pass., live or be, πόρρω ἐσκήνωται (v.l. ἐσκήνηται) τοῦ θανάσιμος εἶναι Pl.R. 610e.    II trans., pitch a tent, σκηνὰς . . σκηνώσας Polyaen.7.21.6.    2 τὸν τόπον τὸν νῦν σκενοῖ (sic) the place which he now inhabits, dub. in PCair.Zen.499.89 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 895] 1) ein Zelt, eine Hütte, Laube errichten, bauen, σκηνάς Polyaen. 7, 21, 6. – 2) in einem Zelte wohnen, übh. sich ansiedeln, niederlassen, aufhalten; pass. oder med., οὕτω πόῤῥω ἐσκήνωται τοῦ θανάσιμος εἶναι, Plat. Rep. X, 610 e; wie σκηνέω, lagern, Xen. An. 2, 4, 14. 7, 4, 11; ἐν ταῖς οἰκίαις, 5, 5, 11; schmausen, Cyr. 6, 1, 49.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνόω: στήνω σκηνάς, στρατοπεδεύομαι, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 14., 7. 4, 11. 2) = σκηνέω (ὃ ἴδε ἐν τέλ.), ζῶ, κατοικῶ ἐν σκηνῇ, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 1, 25· καθόλου, κατοικίζομαι, καταλύω, κατὰ τὰς κώμας ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 23· ταῖς οἰκίαις αὐτόθι 5. 5, 11· ἐν τῇ ἀκροπόλει ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 56· ― ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ. πρκμ., ζῶ, εἶμαι, ὑπάρχω, πόρρω ἐσκήνωται (διάφορ. γραφ. ἐσκήνηται) τοῦ θανάσιμος εἶναι Πλάτ. Πολ. 610Ε. ΙΙ. στήνω σκηνήν, Πολύαιν, 7. 21, 6. 2) κατοικῶ μετὰ σκηνῶν, ἐρείπια Πλουτ. Κάμιλλ. 31.