ἴδμων: Difference between revisions

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
(13_1)
(6_16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] ον, kundig, erfahren, τινός, sp. D., z. B. εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Leont. Schol. 23 (VII, 575); Nonn.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] ον, kundig, erfahren, τινός, sp. D., z. B. εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Leont. Schol. 23 (VII, 575); Nonn.
}}
{{ls
|lstext='''ἴδμων''': -ον, γεν. ονος, ([[ἴδμεν]], = εἰδέναι) πεπειραμένος, [[εἰδήμων]], [[ἔμπειρος]], ἴδμονι τέχνῃ, ἴδμονι βουλῇ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄ 56, η΄, 143· τινός, εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[αὐτόθι]], εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Ἀνθ. Π. 7. 575. - Καθ’ Ἡσύχ. : «[[ἴδμων]]· [[ἐπιστήμων]], [[ἵστωρ]]».
}}
}}

Revision as of 09:25, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴδμων Medium diacritics: ἴδμων Low diacritics: ίδμων Capitals: ΙΔΜΩΝ
Transliteration A: ídmōn Transliteration B: idmōn Transliteration C: idmon Beta Code: i)/dmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ἴδμεν,= εἰδέναι)

   A having knowledge of a thing, εὐνομίης ἴ. πόλις AP7.575 (Leont.).

German (Pape)

[Seite 1238] ον, kundig, erfahren, τινός, sp. D., z. B. εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Leont. Schol. 23 (VII, 575); Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἴδμων: -ον, γεν. ονος, (ἴδμεν, = εἰδέναι) πεπειραμένος, εἰδήμων, ἔμπειρος, ἴδμονι τέχνῃ, ἴδμονι βουλῇ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄ 56, η΄, 143· τινός, εἴς τι πρᾶγμα, αὐτόθι, εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Ἀνθ. Π. 7. 575. - Καθ’ Ἡσύχ. : «ἴδμων· ἐπιστήμων, ἵστωρ».