κατάγνωσις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(13_3)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1343.png Seite 1343]] ἡ, Verurtheilung, Thuc. 2, 82; θανάτου, zum Tode, Xen. Mem. 4, 8, 1; Dem. 24, 63 im Gesetz; Mißbilligung, Geringschätzung, Thuc. 3, 16; καὶ [[προσκοπή]] Pol. 6, 6, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1343.png Seite 1343]] ἡ, Verurtheilung, Thuc. 2, 82; θανάτου, zum Tode, Xen. Mem. 4, 8, 1; Dem. 24, 63 im Gesetz; Mißbilligung, Geringschätzung, Thuc. 3, 16; καὶ [[προσκοπή]] Pol. 6, 6, 8.
}}
{{ls
|lstext='''κατάγνωσις''': -εως, ἡ, τὸ καταφρονεῖν τινα ἕνεκά τινος, αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῖοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους, = διὰ τὸ καταγνῶναι σφῶν ἀσθένειαν παρασκ., Θουκ. 3. 16· [[μομφή]], [[κατηγορία]], [[κατάκρισις]], Πολύβ. 6. 6, 8. ΙΙ. [[κρίσις]] γινομένη κατά τινος, [[καταδίκη]], Θουκ. 3. 82, Δημ. 571. 15· τὴν κατάγνωσιν τοῦ θανάτου, τὴν εἰς θάνατον καταδίκην, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1.
}}
}}

Revision as of 09:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάγνωσις Medium diacritics: κατάγνωσις Low diacritics: κατάγνωσις Capitals: ΚΑΤΑΓΝΩΣΙΣ
Transliteration A: katágnōsis Transliteration B: katagnōsis Transliteration C: katagnosis Beta Code: kata/gnwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A thinking ill of, low or contemptuous opinion of... κ. ἀσθενείας τινός Th.3.16; moral condemnation, blame, censure, Ephor.1 J., Plb.6.6.8, Phld.Vit.Herc.1457.9.    II judgement given against one, condemnation, Th.3.82, Arist.Ath.45.1 (pl.), D.21.175; τοῦ θανάτου to death, X.Mem.4.8.1.    III dereliction of duty, PFlor, 313.5 (v A.D.), POxy.140.17(vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1343] ἡ, Verurtheilung, Thuc. 2, 82; θανάτου, zum Tode, Xen. Mem. 4, 8, 1; Dem. 24, 63 im Gesetz; Mißbilligung, Geringschätzung, Thuc. 3, 16; καὶ προσκοπή Pol. 6, 6, 8.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγνωσις: -εως, ἡ, τὸ καταφρονεῖν τινα ἕνεκά τινος, αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῖοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους, = διὰ τὸ καταγνῶναι σφῶν ἀσθένειαν παρασκ., Θουκ. 3. 16· μομφή, κατηγορία, κατάκρισις, Πολύβ. 6. 6, 8. ΙΙ. κρίσις γινομένη κατά τινος, καταδίκη, Θουκ. 3. 82, Δημ. 571. 15· τὴν κατάγνωσιν τοῦ θανάτου, τὴν εἰς θάνατον καταδίκην, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1.