ἄκμηνος: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
(13_5)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0075.png Seite 75]] nüchtern, Hom. viermal, Iliad. 1 9, 163 [[ἄκμηνος]] σίτοιο, 207 νήστιας ἀκμήνους, 320 κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, 346 [[ἄκμηνος]] καὶ [[ἄπαστος]]; – Sp. D., z. B. Nic. Th. 116; – vgl. Lehrs Aristarch. p. 311; – [[ἀκμή]] soll Aeolisch = [[ἀσιτία]] gewesen sein, Scholl. Iliad. 19, 163.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0075.png Seite 75]] nüchtern, Hom. viermal, Iliad. 1 9, 163 [[ἄκμηνος]] σίτοιο, 207 νήστιας ἀκμήνους, 320 κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, 346 [[ἄκμηνος]] καὶ [[ἄπαστος]]; – Sp. D., z. B. Nic. Th. 116; – vgl. Lehrs Aristarch. p. 311; – [[ἀκμή]] soll Aeolisch = [[ἀσιτία]] gewesen sein, Scholl. Iliad. 19, 163.
}}
{{ls
|lstext='''ἄκμηνος''': -ον, (οὐχὶ [[ἀκμηνός]], Spitzn. Ἰλ. Τ. 163), νηστεύων, ἀπεχόμενος τροφῆς, [[ἄκμηνος]] σίτοιο, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐμὸν κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, [[αὐτόθι]] 320· ἀπολ. νήστιας ἀκμήνους, [[αὐτόθι]] 207· [[ἄκμηνος]] καὶ [[ἄπαστος]], [[αὐτόθι]] 346· ἐκ τοῦ [[ἀκμή]], [[ὅπερ]] λέγεται ὅτι [[Αἰολιστὶ]] σημαίνει νηστείαν, ἄλλοι παράγουσιν ἐκ τοῦ καμεῖν.
}}
}}

Revision as of 09:42, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκμηνος Medium diacritics: ἄκμηνος Low diacritics: άκμηνος Capitals: ΑΚΜΗΝΟΣ
Transliteration A: ákmēnos Transliteration B: akmēnos Transliteration C: akminos Beta Code: a)/kmhnos

English (LSJ)

ον,

   A fasting from food, four times in Il.19.163,207,320, 346 (expl. by Sch. fr. Aeol. ἄκμη, = ἀσιτία); also in Lyc.672; σίτων Nic.Th.116; δόρποιο Call.Fr.anon.4.

German (Pape)

[Seite 75] nüchtern, Hom. viermal, Iliad. 1 9, 163 ἄκμηνος σίτοιο, 207 νήστιας ἀκμήνους, 320 κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, 346 ἄκμηνος καὶ ἄπαστος; – Sp. D., z. B. Nic. Th. 116; – vgl. Lehrs Aristarch. p. 311; – ἀκμή soll Aeolisch = ἀσιτία gewesen sein, Scholl. Iliad. 19, 163.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκμηνος: -ον, (οὐχὶ ἀκμηνός, Spitzn. Ἰλ. Τ. 163), νηστεύων, ἀπεχόμενος τροφῆς, ἄκμηνος σίτοιο, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐμὸν κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, αὐτόθι 320· ἀπολ. νήστιας ἀκμήνους, αὐτόθι 207· ἄκμηνος καὶ ἄπαστος, αὐτόθι 346· ἐκ τοῦ ἀκμή, ὅπερ λέγεται ὅτι Αἰολιστὶ σημαίνει νηστείαν, ἄλλοι παράγουσιν ἐκ τοῦ καμεῖν.