τηκεδών: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(13_5) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1105.png Seite 1105]] όνος, ἡ, das Schmelzen, Zerschmelzen des Schnees, D. Sic. 1, 39; das Verwesen, σαρκός, Tim. Locr. 102 c; vgl. Plat. Tim. 82 e; die Abzehrung, bes. als Krankheit, die Schwindsucht, οὔ τις οὖν μοι [[νοῦσος]] ἐπήλυθεν, ἥτε [[μάλιστα]] τηκεδόνι στυγερῇ μελέων ἐξείλετο θυμόν, Od. 11, 201; Sp., εὐνῆς, Agath. 7 (V, 289); auch ein zehrendes Mittel gegen das Fettwerden, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1105.png Seite 1105]] όνος, ἡ, das Schmelzen, Zerschmelzen des Schnees, D. Sic. 1, 39; das Verwesen, σαρκός, Tim. Locr. 102 c; vgl. Plat. Tim. 82 e; die Abzehrung, bes. als Krankheit, die Schwindsucht, οὔ τις οὖν μοι [[νοῦσος]] ἐπήλυθεν, ἥτε [[μάλιστα]] τηκεδόνι στυγερῇ μελέων ἐξείλετο θυμόν, Od. 11, 201; Sp., εὐνῆς, Agath. 7 (V, 289); auch ein zehrendes Mittel gegen das Fettwerden, Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τηκεδών''': -όνος, ἡ, [[τῆξις]], ἐπὶ χιόνος, Διόδ. 1. 39. ΙΙ. τὸ τήκεσθαι, φθίνειν, [[φθίσις]], Ὀδ. Λ. 201· νόσῳ τηκεδόνι χρώμενος Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 107. 2) [[μέσον]] πρὸς ἴσχνανσιν’ Ἱππ. 665. 39· σαρκὸς τακεδόνες Τίμ. Λοκρ. 102C, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 82Ε. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:43, 5 August 2017
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A melting, of snow, D.S.1.39. II wasting away, consumption, Od.11.201; τοῦ σκήνεος Aret.SD1.14; νούσων τακεδόνες (Dor. form) Supp.Epigr.2.615 (Teos, metr.); νόσῳ τηκεδόνι χρώμενος App.BC1.107. 2 a means for reducing one's weight, Hp.Mul.2.180. 3 putrefaction, σαρκὸς τακεδόνες Ti.Locr.102c, cf. Pl.Ti.82e; τ. πιμελῆς Gal.16.703.
German (Pape)
[Seite 1105] όνος, ἡ, das Schmelzen, Zerschmelzen des Schnees, D. Sic. 1, 39; das Verwesen, σαρκός, Tim. Locr. 102 c; vgl. Plat. Tim. 82 e; die Abzehrung, bes. als Krankheit, die Schwindsucht, οὔ τις οὖν μοι νοῦσος ἐπήλυθεν, ἥτε μάλιστα τηκεδόνι στυγερῇ μελέων ἐξείλετο θυμόν, Od. 11, 201; Sp., εὐνῆς, Agath. 7 (V, 289); auch ein zehrendes Mittel gegen das Fettwerden, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
τηκεδών: -όνος, ἡ, τῆξις, ἐπὶ χιόνος, Διόδ. 1. 39. ΙΙ. τὸ τήκεσθαι, φθίνειν, φθίσις, Ὀδ. Λ. 201· νόσῳ τηκεδόνι χρώμενος Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 107. 2) μέσον πρὸς ἴσχνανσιν’ Ἱππ. 665. 39· σαρκὸς τακεδόνες Τίμ. Λοκρ. 102C, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 82Ε.