ναυσθλόω: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(13_5)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0232.png Seite 232]] = [[ναυστολέω]], überfahren, zu Schiffe führen; τινὰ πατρῴας ἀπὸ γᾶς, Eur. Troad. 164; εἰς τὴν πατρίδα – νεκρόν, Suppl. 1037; auch med., ναυσθλοῦσθε τὸν παῖδα εἰς Ἀθήνας, l. A. 1487. Aber bei Ar. Pax 126, πτηνὸς πορεύσει [[πῶλος]] οὐ ναυσθλώσομαι, erkl. Schol. richtig οὐ νηὸς ἐπιβήσομαι. Vgl. [[ναυλόω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0232.png Seite 232]] = [[ναυστολέω]], überfahren, zu Schiffe führen; τινὰ πατρῴας ἀπὸ γᾶς, Eur. Troad. 164; εἰς τὴν πατρίδα – νεκρόν, Suppl. 1037; auch med., ναυσθλοῦσθε τὸν παῖδα εἰς Ἀθήνας, l. A. 1487. Aber bei Ar. Pax 126, πτηνὸς πορεύσει [[πῶλος]] οὐ ναυσθλώσομαι, erkl. Schol. richtig οὐ νηὸς ἐπιβήσομαι. Vgl. [[ναυλόω]].
}}
{{ls
|lstext='''ναυσθλόω''': συντετμ. ἐκ τοῦ [[ναυστολέω]], [[φέρω]], [[μεταφέρω]] διὰ θαλάσσης, ἀπὸ γᾶς Εὐρ. Τρῳ. 164· ἐς τὴν πατρίδα ναυσθλώσων νεκρὸν Ἱκέτ. 1037· ― Μέσ., [[λαμβάνω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]] διὰ θαλάσσης, ναυσθλοῦσθε παῖδα Εὐρ. Ι. Τ. 1487. ― Παθ., πορεύομαι, [[ὑπάγω]] διὰ θαλάσσης, ναυσθλοῦμαι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ 672· πελάγεσιν ναυσθλούμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1210· ναυσθλώσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 126. ΙΙ. Παθ., συχνάζομαι ὑπὸ πλοίων, γῆ ναυσθλωθήσεται Λυκόφρ. 1415.
}}
}}

Revision as of 09:48, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσθλόω Medium diacritics: ναυσθλόω Low diacritics: ναυσθλόω Capitals: ΝΑΥΣΘΛΟΩ
Transliteration A: nausthlóō Transliteration B: nausthloō Transliteration C: nafsthloo Beta Code: nausqlo/w

English (LSJ)

   A carry by sea, ἐκ γᾶς E.Tr.162 (lyr.); ἐς γῆν πατρίδα ναυσθλώσων νεκρόν Id.Supp.1037:—Med., take with one by sea, ναυσθλοῦσθε παῖδα Id.IT1487:—Pass., go by sea, ναυσθλοῦμαι Id.Tr.677; πελάγεσιν ναυσθλούμενος Id.Hel.1210; οὐ ναυσθλώσομαι Ar.Pax 126.    II Pass., to be visited by ships, γῆ ναυσθλωθήσεται Lyc.1415.

German (Pape)

[Seite 232] = ναυστολέω, überfahren, zu Schiffe führen; τινὰ πατρῴας ἀπὸ γᾶς, Eur. Troad. 164; εἰς τὴν πατρίδα – νεκρόν, Suppl. 1037; auch med., ναυσθλοῦσθε τὸν παῖδα εἰς Ἀθήνας, l. A. 1487. Aber bei Ar. Pax 126, πτηνὸς πορεύσει πῶλος οὐ ναυσθλώσομαι, erkl. Schol. richtig οὐ νηὸς ἐπιβήσομαι. Vgl. ναυλόω.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσθλόω: συντετμ. ἐκ τοῦ ναυστολέω, φέρω, μεταφέρω διὰ θαλάσσης, ἀπὸ γᾶς Εὐρ. Τρῳ. 164· ἐς τὴν πατρίδα ναυσθλώσων νεκρὸν Ἱκέτ. 1037· ― Μέσ., λαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ διὰ θαλάσσης, ναυσθλοῦσθε παῖδα Εὐρ. Ι. Τ. 1487. ― Παθ., πορεύομαι, ὑπάγω διὰ θαλάσσης, ναυσθλοῦμαι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ 672· πελάγεσιν ναυσθλούμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1210· ναυσθλώσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 126. ΙΙ. Παθ., συχνάζομαι ὑπὸ πλοίων, γῆ ναυσθλωθήσεται Λυκόφρ. 1415.