ἀπαράσσω: Difference between revisions
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
(13_3) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] abhauen, Hom. Iliad. 13, 577; 14, 497 ἀπήραξεν δὲ [[χαμᾶζε]] [[κάρη]]; 16, 116. 324; Her. 5, 112; Soph. Tr. 1011; ἀπό τινος Her. 8, 90; Thuc. 7, 63; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] abhauen, Hom. Iliad. 13, 577; 14, 497 ἀπήραξεν δὲ [[χαμᾶζε]] [[κάρη]]; 16, 116. 324; Her. 5, 112; Soph. Tr. 1011; ἀπό τινος Her. 8, 90; Thuc. 7, 63; Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπαράσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω: ― [[ἀποτέμνω]], ἀντικρὺ δ’ ἀπάραξε [τὴν αἰχμήν] Ἰλ. Π. 116· [[ἀποτέμνω]] καὶ [[ῥίπτω]] [[κάτω]], ἀπήραξεν δὲ [[χαμᾶζε]]… κάρη Ξ. 497· ἀπ. τοῦ ἵππου τοὺς πόδας Ἡρόδ. 5. 112· [[κρᾶτα]] βίου Σοφ. Τρ. 1015. 2) [[φονεύω]] ἢ [[ἐκδιώκω]], ἐξολοθρεύω, «ξεπαστρεύω», Λατ. decutere, τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νηὸς Ἡρόδ. 8. 90· τοὺς ἀπὸ τοῦ πολεμίου καταστρώματος ὁπλίτας ἀπ. Θουκ. 7. 63: ― Παθ. ἀόρ. μετόχ. ἀπαραχθεὶς Διον. Ἁλ. 8. 85. 2) = [[ἀπαλοάω]], ἵδε ἐν λ. [[ἄχρι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:51, 5 August 2017
English (LSJ)
Att. ἀπαράττω,
A strike off, ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε [τὴν αἰχμήν] Il.16.116; ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε . . κάρη 14.497; ἀ. τοῦ ἵππου τοὺς πόδας Hdt.5.112; κρᾶτα S.Tr.1015 (lyr.). 2 knock or sweep off, τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νεός Hdt.8.90; τοὺς ἀπὸ τοῦ πολεμίου καταστρώματος ὁπλίτας ἀ. Th.7.63:—Pass., aor. part. ἀπαραχθείς D.H.8.85. 3 crush, ἀπὸ δ' ὀστέον ἄχρις ἄραξε Il.16.324:—Pass., -άσσεται τὴν κεφαλήν J.BJ3.7.23.
German (Pape)
[Seite 280] abhauen, Hom. Iliad. 13, 577; 14, 497 ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε κάρη; 16, 116. 324; Her. 5, 112; Soph. Tr. 1011; ἀπό τινος Her. 8, 90; Thuc. 7, 63; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω: ― ἀποτέμνω, ἀντικρὺ δ’ ἀπάραξε [τὴν αἰχμήν] Ἰλ. Π. 116· ἀποτέμνω καὶ ῥίπτω κάτω, ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε… κάρη Ξ. 497· ἀπ. τοῦ ἵππου τοὺς πόδας Ἡρόδ. 5. 112· κρᾶτα βίου Σοφ. Τρ. 1015. 2) φονεύω ἢ ἐκδιώκω, ἐξολοθρεύω, «ξεπαστρεύω», Λατ. decutere, τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νηὸς Ἡρόδ. 8. 90· τοὺς ἀπὸ τοῦ πολεμίου καταστρώματος ὁπλίτας ἀπ. Θουκ. 7. 63: ― Παθ. ἀόρ. μετόχ. ἀπαραχθεὶς Διον. Ἁλ. 8. 85. 2) = ἀπαλοάω, ἵδε ἐν λ. ἄχρι.