προξυράω: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(c1) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] vorher scheeren, προεξυρημένοι τὰς καρδίας, Luc. Alex. 15, l. d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] vorher scheeren, προεξυρημένοι τὰς καρδίας, Luc. Alex. 15, l. d. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προξῠράω''': [[ξυρίζω]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 4. ― Παθ., προεξυρημένοι ([[ἔνθα]] νῦν προεξῃρημένοι) τοὺς ἐγκεφάλους Λουκ. Ἀλέξ. 15· ― [[ὡσαύτως]] προξυρεύω, Γαλην. 14. 395· προξυρίζω, Ὀρειβάσ. 297 Matth.· καὶ οὐσιαστ. προξύρισις, ἡ, τὸ προξυρᾶν, [[αὐτόθι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:56, 5 August 2017
English (LSJ)
A shave beforehand, Heraclid.Tar. ap. Gal.12.402, Crito ib.484, Alex.Trall.1.1.
German (Pape)
[Seite 737] vorher scheeren, προεξυρημένοι τὰς καρδίας, Luc. Alex. 15, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
προξῠράω: ξυρίζω ἐκ τῶν προτέρων, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 4. ― Παθ., προεξυρημένοι (ἔνθα νῦν προεξῃρημένοι) τοὺς ἐγκεφάλους Λουκ. Ἀλέξ. 15· ― ὡσαύτως προξυρεύω, Γαλην. 14. 395· προξυρίζω, Ὀρειβάσ. 297 Matth.· καὶ οὐσιαστ. προξύρισις, ἡ, τὸ προξυρᾶν, αὐτόθι.