ἀντιπαθής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
(13_5)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0256.png Seite 256]] ές ([[πάθος]]), von entgegengesetzter Beschaffenheit od. Neigung, entgegengesetzt, κραδιᾶς [[σταλαγμός]], vergeltend, Aesch. Eum. 753; τὸ ἀντιπαθές, Gegenwirkung, Plut. Ant. 45; [[φύσις]] ἀντ. [[πρός]] τι, entgegengesetzt wirkende Beschaffenheit, Fac. orb. lnn. 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0256.png Seite 256]] ές ([[πάθος]]), von entgegengesetzter Beschaffenheit od. Neigung, entgegengesetzt, κραδιᾶς [[σταλαγμός]], vergeltend, Aesch. Eum. 753; τὸ ἀντιπαθές, Gegenwirkung, Plut. Ant. 45; [[φύσις]] ἀντ. [[πρός]] τι, entgegengesetzt wirkende Beschaffenheit, Fac. orb. lnn. 25.
}}
{{ls
|lstext='''ἀντιπαθής''': -ές, ([[πάθος]]) ὁ ανταποδίδων [[πάθημα]] διὰ [[πάθημα]], Αἰσχ. Εὐμ. 782, (ἀλλὰ νῦν ἀναγινώσκεται ἀντιπενθὴς ἐξ ἀρίστων χειρογράφων)· ὁ παρέχων ἀμοιβαῖον [[αἴσθημα]], τῶν ἡδονῶν τὰς ἀντιπαθεῖς [[μεταδιωκτέον]], τὰς προξενούσας ἀμοιβαίαν τέρψιν, Λουκ. Ἔρωτ. 27. 2) ὁ ἔχων ἐναντίας διαθέσεις ἢ ἰδιότητας, [[δύναμις]] Πλούτ. 2. 664C· φύσιν ἔχειν ἀντ. [[πρός]] τι [[αὐτόθι]] 940Α: ― Ἐπίρρ. -θῶς Γεωπ. 5. 11, 4. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀντιπαθές, τό, [[ἀντιφάρμακον]] διὰ [[πάθημα]], Πλουτ. Ἀντών. 45: [[ὡσαύτως]] «ἀντιπάθιον», τὸ Ἡσύχ.: ― ἀντιπαθὲς ὠνομάζετο καὶ [[μέλαν]] τι [[εἶδος]] κοραλλίου: «ἔστι δὲ τῇ μὲν [[χρόα]] [[μέλαν]], δενδρίζον δὲ καὶ αὐτὸ καὶ ὀζῶδες [[μᾶλλον]]· δύναμιν δὲ ἔχει τὴν αὐτὴν τῷ κοραλλίῳ» Διοσκ. 5. 140.
}}
}}

Revision as of 10:01, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπαθής Medium diacritics: ἀντιπαθής Low diacritics: αντιπαθής Capitals: ΑΝΤΙΠΑΘΗΣ
Transliteration A: antipathḗs Transliteration B: antipathēs Transliteration C: antipathis Beta Code: a)ntipaqh/s

English (LSJ)

ές,

   A in return for suffering, A.Eu.782; felt mutually, ἡδονή Luc.Am.27.    2 of opposite feelings or properties, δύναμις Plu.2.664c; φύσιν ἔχειν ἀ. πρός τι ib.940a. Adv. -θῶς Gp.5.11.4, Alex.Trall.8.2.    3 in Metric, of opposed rhythms, Sch. Heph.p.122C.,al.    II Subst. ἀντιπαθές, τό, remedy for suffering, Plu.Ant.45, cf. ἀντίτομον· φάρμακον ἀντιπαθές, Hsch.; λίθος ἀντιπαθὴς καλούμενος Ps.-Plu.Fluv.21.5:—name of a black kind of coral, Dsc.5.122.

German (Pape)

[Seite 256] ές (πάθος), von entgegengesetzter Beschaffenheit od. Neigung, entgegengesetzt, κραδιᾶς σταλαγμός, vergeltend, Aesch. Eum. 753; τὸ ἀντιπαθές, Gegenwirkung, Plut. Ant. 45; φύσις ἀντ. πρός τι, entgegengesetzt wirkende Beschaffenheit, Fac. orb. lnn. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαθής: -ές, (πάθος) ὁ ανταποδίδων πάθημα διὰ πάθημα, Αἰσχ. Εὐμ. 782, (ἀλλὰ νῦν ἀναγινώσκεται ἀντιπενθὴς ἐξ ἀρίστων χειρογράφων)· ὁ παρέχων ἀμοιβαῖον αἴσθημα, τῶν ἡδονῶν τὰς ἀντιπαθεῖς μεταδιωκτέον, τὰς προξενούσας ἀμοιβαίαν τέρψιν, Λουκ. Ἔρωτ. 27. 2) ὁ ἔχων ἐναντίας διαθέσεις ἢ ἰδιότητας, δύναμις Πλούτ. 2. 664C· φύσιν ἔχειν ἀντ. πρός τι αὐτόθι 940Α: ― Ἐπίρρ. -θῶς Γεωπ. 5. 11, 4. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀντιπαθές, τό, ἀντιφάρμακον διὰ πάθημα, Πλουτ. Ἀντών. 45: ὡσαύτως «ἀντιπάθιον», τὸ Ἡσύχ.: ― ἀντιπαθὲς ὠνομάζετο καὶ μέλαν τι εἶδος κοραλλίου: «ἔστι δὲ τῇ μὲν χρόα μέλαν, δενδρίζον δὲ καὶ αὐτὸ καὶ ὀζῶδες μᾶλλον· δύναμιν δὲ ἔχει τὴν αὐτὴν τῷ κοραλλίῳ» Διοσκ. 5. 140.