κροκόω: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(13_6a) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1512.png Seite 1512]] 1) ([[κρόκος]]), mit Saffran <b class="b2">bekränzen</b>, εἶχε δὲ κιττῷ [[μέτωπον]] οἷα καὶ σὺ κεκροκωμένον Nicaenet. 4 (XIII, 29), wo an ein Farben mit Saffran nicht ni denken. – 2) ([[κρόκη]]), bei Phot. u. B. A. 273, in den Mysterien, τὴν δεξιὰν χεῖρα καὶ τὸν πόδα κρόκῃ ἀναδεῖσθαι, mit den Einschlagsfäden <b class="b2">umwickeln</b>. – Auch = den Einschlag in den Aufzug bringen, <b class="b2">weben</b>, Dion. Per. fr. 13. – S. auch [[κροκωτός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1512.png Seite 1512]] 1) ([[κρόκος]]), mit Saffran <b class="b2">bekränzen</b>, εἶχε δὲ κιττῷ [[μέτωπον]] οἷα καὶ σὺ κεκροκωμένον Nicaenet. 4 (XIII, 29), wo an ein Farben mit Saffran nicht ni denken. – 2) ([[κρόκη]]), bei Phot. u. B. A. 273, in den Mysterien, τὴν δεξιὰν χεῖρα καὶ τὸν πόδα κρόκῃ ἀναδεῖσθαι, mit den Einschlagsfäden <b class="b2">umwickeln</b>. – Auch = den Einschlag in den Aufzug bringen, <b class="b2">weben</b>, Dion. Per. fr. 13. – S. auch [[κροκωτός]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κροκόω''': ([[κρόκος]]) [[στέφω]] διὰ τοῦ κιτρίνου κισσοῦ (πρβλ. [[κροκόεις]]), Ἀνθ. Π. 13. 29. ΙΙ. ([[κρόκη]]) τεριτυλίσσω δι’ ἐρίου (κρόκης), «κροκοῦν: οἱ μύσται ὡς φασὶ κρόκῃ τὴν δεξιὰν χεῖρα καὶ τὸν [[πόδα]] ἀναδοῦνται· καὶ λέγεται τοῦτο κροκοῦν· οἱ δὲ ὅτι [[ἐνίοτε]] κρόκῳ καθαίρονται» Φωτίου Λεξικ.· [[καθόλου]], [[ὑφαίνω]], Διον. Π. Ἀποσπάσ. 13. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:07, 5 August 2017
English (LSJ)
A crown with yellow ivy (cf. κροκόεις 1), AP13.29 (Nicaenet., Pass.). II (κρόκη) weave, Dionys. ap. St.Byz.s.v. Δαρσανία. 2 wrap in wool, Phot.
German (Pape)
[Seite 1512] 1) (κρόκος), mit Saffran bekränzen, εἶχε δὲ κιττῷ μέτωπον οἷα καὶ σὺ κεκροκωμένον Nicaenet. 4 (XIII, 29), wo an ein Farben mit Saffran nicht ni denken. – 2) (κρόκη), bei Phot. u. B. A. 273, in den Mysterien, τὴν δεξιὰν χεῖρα καὶ τὸν πόδα κρόκῃ ἀναδεῖσθαι, mit den Einschlagsfäden umwickeln. – Auch = den Einschlag in den Aufzug bringen, weben, Dion. Per. fr. 13. – S. auch κροκωτός.
Greek (Liddell-Scott)
κροκόω: (κρόκος) στέφω διὰ τοῦ κιτρίνου κισσοῦ (πρβλ. κροκόεις), Ἀνθ. Π. 13. 29. ΙΙ. (κρόκη) τεριτυλίσσω δι’ ἐρίου (κρόκης), «κροκοῦν: οἱ μύσται ὡς φασὶ κρόκῃ τὴν δεξιὰν χεῖρα καὶ τὸν πόδα ἀναδοῦνται· καὶ λέγεται τοῦτο κροκοῦν· οἱ δὲ ὅτι ἐνίοτε κρόκῳ καθαίρονται» Φωτίου Λεξικ.· καθόλου, ὑφαίνω, Διον. Π. Ἀποσπάσ. 13.