ἀρειά: Difference between revisions
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
(13_5) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0348.png Seite 348]] ion. u. poet. ἀρειή, Hom. dreimal; Iliad. 17, 431 πολλὰ δὲ μειλιχίοισι προσηύδα, πολλὰ δ' ἀρειῇ; 20, 109 [[μηδέ]] σε [[πάμπαν]] λευγαλέοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ; 21, 339 [[μηδέ]] σε [[πάμπαν]] μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ. Die Bed. ist also »Drohung«, [[ἀπειλή]], vgl. Apoll. Lex. 42, 16; verwandt vielleicht ἀρά, [[ἀράομαι]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0348.png Seite 348]] ion. u. poet. ἀρειή, Hom. dreimal; Iliad. 17, 431 πολλὰ δὲ μειλιχίοισι προσηύδα, πολλὰ δ' ἀρειῇ; 20, 109 [[μηδέ]] σε [[πάμπαν]] λευγαλέοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ; 21, 339 [[μηδέ]] σε [[πάμπαν]] μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ. Die Bed. ist also »Drohung«, [[ἀπειλή]], vgl. Apoll. Lex. 42, 16; verwandt vielleicht ἀρά, [[ἀράομαι]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀρειά''': [ᾰρ], Ἰων. καὶ ποιητ. ἀρειή, ἡ (ἀρά): - [[ὄνομα]] περιληπτικόν, ἀπειλαί, «φοβερίσματα», λευγαλέοις ἐπέεσσιν.. καὶ ἀρειῇ Ἰλ. Φ. 339., Υ. 109· πολλὰ δὲ μειλιχίοισι…, πολλὰ δ’ ἀρειῇ Ρ. 431· - [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ῥῆμα]] ἀρειάω = [[ἀπειλέω]], Ἱππῶναξ ἐν Ἐτυμ. Μ. 139. 38, Γαισφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 5 August 2017
English (LSJ)
[ᾰρ], Ion. and poet. ἀρειή, ἡ, collective noun,
A menaces, threats, λευγαλέοις ἐπέεσσιν . . καὶ ἀρειῇ Il.20.109, but μειλιχίοις ἐπέεσσιν . . καὶ ἀρειῇ 21.339; πολλὰ δὲ μειλιχίοισι . . πολλὰ δ' ἀρειῇ 17.431.
German (Pape)
[Seite 348] ion. u. poet. ἀρειή, Hom. dreimal; Iliad. 17, 431 πολλὰ δὲ μειλιχίοισι προσηύδα, πολλὰ δ' ἀρειῇ; 20, 109 μηδέ σε πάμπαν λευγαλέοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ; 21, 339 μηδέ σε πάμπαν μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ. Die Bed. ist also »Drohung«, ἀπειλή, vgl. Apoll. Lex. 42, 16; verwandt vielleicht ἀρά, ἀράομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρειά: [ᾰρ], Ἰων. καὶ ποιητ. ἀρειή, ἡ (ἀρά): - ὄνομα περιληπτικόν, ἀπειλαί, «φοβερίσματα», λευγαλέοις ἐπέεσσιν.. καὶ ἀρειῇ Ἰλ. Φ. 339., Υ. 109· πολλὰ δὲ μειλιχίοισι…, πολλὰ δ’ ἀρειῇ Ρ. 431· - ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα ἀρειάω = ἀπειλέω, Ἱππῶναξ ἐν Ἐτυμ. Μ. 139. 38, Γαισφ.