διατέμνω: Difference between revisions
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
(13_4) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0606.png Seite 606]] (s. [[τέμνω]]), durchschneiden, zerschneiden, theilen; Il. 17, 522. 618, in tmesi; [[διχῆ]] γαῖαν Aesch. Suppl. 545; [[δίχα]] ἕκαστον Plat. Symp. 190 d; χωρὶς τά τε μέγιστα καὶ τὰ – Legg. III, 697 a; τὴν πολιτείαν, veruneinigen, Aesch. 3, 207. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0606.png Seite 606]] (s. [[τέμνω]]), durchschneiden, zerschneiden, theilen; Il. 17, 522. 618, in tmesi; [[διχῆ]] γαῖαν Aesch. Suppl. 545; [[δίχα]] ἕκαστον Plat. Symp. 190 d; χωρὶς τά τε μέγιστα καὶ τὰ – Legg. III, 697 a; τὴν πολιτείαν, veruneinigen, Aesch. 3, 207. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διατέμνω''': Ἰων. -[[τάμνω]], μέλλ. -τεμῶ: - [[κόπτω]] διὰ μέσου, [[κόπτω]] εἰς δύο, [[διαχωρίζω]], διὰ δὲ γλῶσσαν [[τάμε]] μέσσην Ἰλ. Ρ. 618, πρβλ. 522. Ἡρόδ. 2. 139· διὰ [[κάρα]] τεμὼν Σοφ. Ἀποσπ. 153. 6· διχῇ γαῖαν δ., [[χωρίζω]] αὐτὴν εἰς δύο, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 545 [[δίχα]] δ. Πλάτ. Συμπ. 190D· τι ἀπό τινος ὁ αὐτ. Πολιτ. 280Β - μεταφ., [[καταστρέφω]] τὴν ἑνότητα, τὸν σύνδεσμον, [[διαστασιάζω]], [[ἐμβάλλω]] εἰς διχόνοιαν, τὴν πολιτείαν Αἰσχίν. 83. 29. 2) [[κατακόπτω]], Ἡρόδ. 2. 41. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:21, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. and Dor. δια-τάμνω (q.v.), fut. -τεμῶ,
A cut through, cut in twain, dissever, διὰ δὲ γλῶσσαν τάμε μέσσην Il.17.618, cf.522 (tm.), Hdt.2.139; διὰ κάρα τεμών S.Fr.799.6; διὰ κῦμα τεμών cleaving the wave, ib.271.5 (anap.); διχῇ γαῖαν δ. part it asunder, A.Supp.545 (lyr.); δίχα δ. Pl.Smp.190d; τι ἀπό τινος Id.Plt.280b: metaph., disunite, διατετμηκότα τὴν πολιτείαν Aeschin.3.207. 2 cut up, Hdt.2.41.
German (Pape)
[Seite 606] (s. τέμνω), durchschneiden, zerschneiden, theilen; Il. 17, 522. 618, in tmesi; διχῆ γαῖαν Aesch. Suppl. 545; δίχα ἕκαστον Plat. Symp. 190 d; χωρὶς τά τε μέγιστα καὶ τὰ – Legg. III, 697 a; τὴν πολιτείαν, veruneinigen, Aesch. 3, 207.
Greek (Liddell-Scott)
διατέμνω: Ἰων. -τάμνω, μέλλ. -τεμῶ: - κόπτω διὰ μέσου, κόπτω εἰς δύο, διαχωρίζω, διὰ δὲ γλῶσσαν τάμε μέσσην Ἰλ. Ρ. 618, πρβλ. 522. Ἡρόδ. 2. 139· διὰ κάρα τεμὼν Σοφ. Ἀποσπ. 153. 6· διχῇ γαῖαν δ., χωρίζω αὐτὴν εἰς δύο, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 545 δίχα δ. Πλάτ. Συμπ. 190D· τι ἀπό τινος ὁ αὐτ. Πολιτ. 280Β - μεταφ., καταστρέφω τὴν ἑνότητα, τὸν σύνδεσμον, διαστασιάζω, ἐμβάλλω εἰς διχόνοιαν, τὴν πολιτείαν Αἰσχίν. 83. 29. 2) κατακόπτω, Ἡρόδ. 2. 41.