ἐντέμνω: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(13_5) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0855.png Seite 855]] (s. [[τέμνω]], 1) einschneiden, hineinschneiden, γράμματα ἐν λίθοις Her. 8, 22; Sp.; τὴν μήρινθον, zerschneiden, Luc. – 2) ein Opferthier schlachten; absol., ἥρωϊ ἐντ. Thuc. 5, 11; Luc. Scyth. 1; σφάγιά τινι, Plut. Sol. 9; med., [[τόμιον]] ἐντεμοίμεθα Ar. Lys. 192. – 31 von dem Arzte hergenommen, [[ἄκος]] ὕπνου, ein Heilmittel gegen den Schlaf bereiten, Aezeh. Ag. 17. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0855.png Seite 855]] (s. [[τέμνω]], 1) einschneiden, hineinschneiden, γράμματα ἐν λίθοις Her. 8, 22; Sp.; τὴν μήρινθον, zerschneiden, Luc. – 2) ein Opferthier schlachten; absol., ἥρωϊ ἐντ. Thuc. 5, 11; Luc. Scyth. 1; σφάγιά τινι, Plut. Sol. 9; med., [[τόμιον]] ἐντεμοίμεθα Ar. Lys. 192. – 31 von dem Arzte hergenommen, [[ἄκος]] ὕπνου, ein Heilmittel gegen den Schlaf bereiten, Aezeh. Ag. 17. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐντέμνω''': Ἰων. -[[τάμνω]], [[ἐγκολάπτω]], ἐγχαράττω, ἐντάμνων ἐν τοῖσι λίθοισι γράμματα Ἡρόδ. 8. 22· ἐπὶ γεωγραφικοῦ πίνακος, χάλκεον πίνακα, ἐν τῷ γῆς... [[περίοδος]] ἐνετέτμητο ὁ αὐτ. 5. 59· [[ἐγκόπτω]], βαθύνω δι’ ἐργαλείου, ἐπὶ ξύλου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834. ΙΙ. [[τέμνω]], [[κόπτω]], 1) [[τέμνω]], [[σφάζω]], τὸ [[θῦμα]], [[θυσιάζω]], ἥρωι Θουκ. 5. 11· ἐντ. σφάγιά τινι Πλουτ. Σόλων 2: καὶ ἐν τῷ Μέσ., εἰ... ἵππον [[τόμιον]] ἐντεμοίμεθα Ἀριστοφ. Λυσ. 192, πρβλ. [[ἔντομος]], [[τόμος]]. 2) ὕπνου τόδ’ ἀντίμολον ἐντέμνων [[ἄκος]], ἀπὸ τῶν ῥιζοτομούντων, δηλ., μεταχειριζόμενοι τοῦτο τὸ ἀντίμολπον ὡς [[ἀντιφάρμακον]] κατὰ τοῦ ὕπνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 16, πρβλ. [[ἀντιτέμνω]], [[τέμνω]], ΙΙ. 3. 3) [[κόπτω]], [[ἐπειδὰν]] τὸ [[σημεῖον]] ἀφαιρεθῇ καὶ τὸ [[λίνον]] ἐντμηθῇ Λουκ. Τίμων 22. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:22, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. ἐντάμνω,
A cut in, engrave upon, ἐν τοῖσι λίθοισι γράμματα Hdt.8.22; of a map, χάλκεον πίνακα, ἐν τῷ γῆς . . περίοδος ἐνετέτμητο Id.5.49: cut or scoop a hollow in a thing, in Pass., ἐντετμέαται Hp Art.72; ἐντετμημένου τοῦ σπληνίου Orib.46.25.4. II cut up a victim, sacrifice, ἥρωϊ to a hero, Th.5.11, cf. Luc.Scyth.1; ἐ. σφάγιά τινι Plu.Sol.9:—Med., εἰ . . ἵππον τόμιον ἐντεμοίμεθα should get it cut up, Ar.Lys.192:—Pass., ἐντέμνεται σφάγια Dion.Byz.14. 2 cut in, shred in, of herbs in a remedy, metaph., A.Ag.16. 3 cut, ναῦς ἐ. κύματα Ph.1.352, cf. Luc. Tim.22 (Pass.), Tox.37, Tox.37, Hist.Conscr.25.
German (Pape)
[Seite 855] (s. τέμνω, 1) einschneiden, hineinschneiden, γράμματα ἐν λίθοις Her. 8, 22; Sp.; τὴν μήρινθον, zerschneiden, Luc. – 2) ein Opferthier schlachten; absol., ἥρωϊ ἐντ. Thuc. 5, 11; Luc. Scyth. 1; σφάγιά τινι, Plut. Sol. 9; med., τόμιον ἐντεμοίμεθα Ar. Lys. 192. – 31 von dem Arzte hergenommen, ἄκος ὕπνου, ein Heilmittel gegen den Schlaf bereiten, Aezeh. Ag. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντέμνω: Ἰων. -τάμνω, ἐγκολάπτω, ἐγχαράττω, ἐντάμνων ἐν τοῖσι λίθοισι γράμματα Ἡρόδ. 8. 22· ἐπὶ γεωγραφικοῦ πίνακος, χάλκεον πίνακα, ἐν τῷ γῆς... περίοδος ἐνετέτμητο ὁ αὐτ. 5. 59· ἐγκόπτω, βαθύνω δι’ ἐργαλείου, ἐπὶ ξύλου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834. ΙΙ. τέμνω, κόπτω, 1) τέμνω, σφάζω, τὸ θῦμα, θυσιάζω, ἥρωι Θουκ. 5. 11· ἐντ. σφάγιά τινι Πλουτ. Σόλων 2: καὶ ἐν τῷ Μέσ., εἰ... ἵππον τόμιον ἐντεμοίμεθα Ἀριστοφ. Λυσ. 192, πρβλ. ἔντομος, τόμος. 2) ὕπνου τόδ’ ἀντίμολον ἐντέμνων ἄκος, ἀπὸ τῶν ῥιζοτομούντων, δηλ., μεταχειριζόμενοι τοῦτο τὸ ἀντίμολπον ὡς ἀντιφάρμακον κατὰ τοῦ ὕπνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 16, πρβλ. ἀντιτέμνω, τέμνω, ΙΙ. 3. 3) κόπτω, ἐπειδὰν τὸ σημεῖον ἀφαιρεθῇ καὶ τὸ λίνον ἐντμηθῇ Λουκ. Τίμων 22.